Ο Τοκογλύφος στη σκέψη των απλών φτωχών ανθρώπων, είναι συνήθως σκυθρωπός με στριφνό πρόσωπο, με βλέμμα στεγνό, και με λαδωμένο μαλλί και χωρίστρα στο πλάι.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ: Με το πέρασμα των χρόνων, οι ανάγκες των ανθρώπων και ο τρόπος παραγωγής προϊόντων αλλάζουν, γι αυτό με τη πρόοδο και την ανάπτυξη της τεχνολογίας πολλά επαγγέλματα αντικαθίστανται και πολλά χάνονται, όλα σε σχέση με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Έτσι σ αυτό το site παρουσιάζω επαγγέλματα που φθίνουν ή και εκλείπουν με τον καιρό, και μένουν στις σκέψεις μας ως ανάμνηση του παρελθόντος.
ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΣ
Ο Τοκογλύφος στη σκέψη των απλών φτωχών ανθρώπων, είναι συνήθως σκυθρωπός με στριφνό πρόσωπο, με βλέμμα στεγνό, και με λαδωμένο μαλλί και χωρίστρα στο πλάι.
ΟΙ ΒΙΟΛΑΡΗΔΕΣ
Οι Έλληνες διατήρησαν μέσα στους αιώνες που πέρασαν την παραδοσιακή τους μουσική. Οι Κύπριοι με ίδια εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία και πολιτισμό, διατήρησαν και αυτοί το ίδιο τη δική της μουσική κληρονομιά. Μέσα από τους διάφορους κατακτητές Πέρσες, Φοίνικες, Πτολεμαίους, Ρωμαίους, Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους, Άγγλους, κατάφεραν να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους, τη κουλτούρα τους και τη μουσική τους η οποία κατ αρχάς διαδόθηκε από στόμα σε στόμα από καλλίφωνους και ιεροψάλτες. Ακολούθως μέσα από τις ανάγκες επιβίωσης, διάφοροι τραγουδιστές έμαθαν να παίζουν διάφορα όργανα που τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερα βιοποριστικά επαγγέλματα. Με τον καιρό επικράτησε το βιολί ως σολίστικο όργανο, και το λαούτο ως συνοδευτικό.
Τη μουσική τους κυρίως την έπαιζαν σε γάμους, καθ ότι αυτή αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του μυστηρίου. Τους παλιούς καιρούς ο γάμος στη Χλώρακα διαρκούσε τρεις ημέρες. Από το Σάββατο μια μέρα πριν το γάμο, οι βιολάρηδες ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης δίνοντας το επίσημο κάλεσμα για τους άλλους χωριανούς να κοπιάσουν και να ξεκινήσουν το στρώσιμο του κρεβατιού.
Την ημέρα του γάμου οι μουσικοί έπαιζαν για το στόλισμα της νύφης και το ξύρισμα του γαμπρού. Ακολούθως με μουσική τους συνόδευαν στην εκκλησία όπου η νύφη παραδιδόταν στο γαμπρό. Μετά την τελετή στο σπίτι της νύφης όλοι διασκέδαζαν και χόρευαν υπό τη συνοδεία των Μουσικών. Επειδή τον παλιό καιρό δεν υπήρχαν πολλών ειδών διασκέδασης, σε κάθε γάμο οι καλεσμένοι δεν είχαν όρεξη να εγκαταλείψουν το γλέντα. Έτσι όταν η ώρα προχωρούσε ως τις πρωινές, ο Βιολάρης έπαιζε το τραγούδι του πολογιαστού, οπότε όλοι αναγκαστικά έφευγαν και αφήναν το αντρόγυνο μόνο του. Τη Δευτέρα του γάμου το σούρουπο, ο κόσμος μαζευόταν στην αυλή του αντρογύνου και διασκέδαζαν ακούοντας μουσική και χορεύοντας για να γιορτάσουν το πρώτο σμίξιμο του ζευγαριού. Όταν νύχτωνε με τη συνοδεία της μουσικής, η νύφη και ο γαμπρός άνοιγαν το χορό ενώ οι συγγενείς και οι καλεσμένοι καρφίτσωναν επάνω στα ρούχα τους χρήματα ή κοσμήματα, και σε ένα πιάτο πλούμιζαν τους βιολάρηδες με μικρά νομίσματα.
Ταξίδευαν συχνά προσκεκλημένοι σε γάμους, πανηγύρια, και κάθε λογής συνάξεις της εποχής σε όλη την Κύπρο, σε Τούρκικα ή μιχτά χωριά όπου συναπαντιόνταν με Τουρκοκύπριους οργανοπαίχτες, και επηρεασμένοι από ανατολίτικους ρυθμούς έσμιγαν τους πατροπαράδοτους με τους ξενόφερτους ρυθμούς, ομορφαίνοντας και εμπλουτίζοντας τοιουτοτρόπως την απόδοση της μουσικής τους και
Δίνοντας της ένα διαφορετικό ηχόχρωμα, έτσι ως πρωτεργάτες καθιέρωσαν την κυπριακή μουσική στη σημερινή της μορφη. Ήσαν όλοι σπουδαίοι βιολάρηδες που συνέβαλαν στην διάδοση της παραδοσιακής μουσικής του τόπου. Κοντά τους μαθήτευσαν αρκετοί μουσικοί που συνέχισαν το έργο τους.
Η ΜΑΜΜΗ
ΕΛΕΝΟΥΑ Η ΜΑΜΜΗ
Από καταβολής κόσμου
υπάρχουν οι γυναίκες που ξεγεννούν τα μωρά, γιατί είναι δύσκολο να επιβιώσει
ένα νεογέννητο παιδί που το ξεγεννά μόνη της η μητέρα. Όταν γεννήθηκε ο
Χριστός, δίπλα στην Παναγία υπήρχαν δυο μαμμές όπως γράφει στο ευαγγέλιο του ο
Ιάκωβος. Στην εποχή του μεσαίωνα οι μαμές κατηγορήθηκαν για μαγεία και
κυνηγήθηκαν από την Ιερά εξέταση, ενώ η καθολική εκκλησία απαιτούσε από τις
μαμές να είναι βαφτισμένες χριστιανές.
Η μαμή στα όνειρα είναι
καλός οιωνός. Εάν στον ύπνο σας δείτε μία μαμή να ξεγεννά κάποιο μωρό, θα
μπορέσετε να διώξετε τα βάρη που σας ενοχλούν, και ευχάριστα γεγονότα θα τα
διαδεχθούν.
Ως εκ τούτου όλοι τη
θεωρούσαν αναγκαία στη ζωή τους αλλά και καλό ποδαρικό, γιατί εκτός από μια
καινούργια ζωή σε μια οικογένεια, έφερνε και χαρά σε όσους την ονειρεύονταν,
καθώς πίστευαν οι παλαιοί άνθρωποι.
Στα παλιά χρονιά λοιπόν
που η φτώχεια ήταν μεγάλη, μια μαμμού αμειβόταν καλύτερα εν συγκρίσει με άλλα
επαγγέλματα, άσχετα αν η πληρωμή της ήταν σε είδη όπως γεωργικά και
κτηνοτροφικά προϊόντα, ή και ρούχα.
Μια φημισμένη μαμμού
ζούσε στα παλιά χρόνια στη Χλώρακα. Ήταν η Ελενούα που έζησε πολλά χρόνια μέχρι
πολύ βαθιά γεράματα, και για δεκαετίες επέβλεψε πολλές εγκυμοσύνες και
ξεγέννησε όλα τα μωρά της κοινότητας. Γι αυτό όλοι την σέβονταν, και εγώ που
μόλις την ενθυμούμαι, την φέρνω στη μνήμη μου σαν μια σεβάσμια γριά που έχαιρε
μεγάλης εκτίμησης από όλους τους χωριανούς. Ολοι είχαν να πουν μια ιστορία για
την γριά μαμμού, και όλοι την θεωρούσαν δεύτερη μάνα, αφού η μάνα τους γέννησε,
και η μαμμού τους ξεγέννησε.
Η ΧαζιηΕλενούα είναι η μάνα της Στασιάς του Μωυσή. Κατάγεται από την οικογένεια Σιαμμάς, μιας από τις μεγαλύτερες και αρχαιότερες οικογένειες της Χλώρακας. Εκτός από νοικοκυρά, εξασκούσε και το επάγγελμα της μαμμούς, ένα δύσκολο επάγγελμα που χρειαζόταν τεχνική, ελαφρύ χέρι και ιατρικές γνώσεις. Ήταν η γυναίκα που βοηθούσε τις έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τη γέννα.
Το Δωδεκαήμερο των
Χριστουγέννων οι άνθρωποι ανάβουν κάρβουνα και θυμιατίζουν το σπίτι, γιατί οι
καλικάντζαροι καιροφυλακτούν γύρω για να φάνε τους ανθρώπους. Το έθιμο αυτό
προήρθε από μια ξεγέννα της Ελενούας της
μαμμής, όταν μια κρύα νύχτα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων την κάλεσαν να
πάει να ξεγεννήσει μια γυναίκα η οποία ήταν μια μεταμφιεσμένη Καλικαντζαρίνα.
Όταν έφτασε στο σπίτι της
είδε δίπλα της κάποια ανθρωπάκια να χορεύουν και να λέγουν,
-αν είναι αγόρι χαρά στη
μαμμή, αν είναι κορίτσι κατύσιη της μαμμής.
Τα ανθρωπάκια ήταν
Καλικάντζαροι και κατά πως λέγουν οι παλιοί, επιθυμούσαν οι γυναίκες τους πάντα
να γεννούν αρσενικά καλικαντζαράκια. ‘Όταν λοιπόν γενιούνταν αρσενικά έδιναν
αμοιβή στην μαμμή κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα μετατρέπονταν σε χρυσά, και
όταν ήταν θυληλά της έδιναν χρυσά κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα μετατρέπονταν σε
ξερά συνιθισμένα φύλλα.
Η έγκυος γέννησε και
έκανε κορίτσι. Η μαμή επειδή φοβήθηκε τα λόγια που άκουσε, για να τους
ξεγελάσει έβαλε στο μωρό δυο μικρούλια κουβάρια νήμα και φάσκιωσε το μωρό. Τα
ανθρωπάκια ξεγελάστηκαν, της γέμισαν την ποδιά με κρομμυόφυλλα και άφησαν την
γριά μαμμού να φύγει. Όταν όμως ύστερα από λίγο διαπίστωσαν πως πιάστηκαν
αφελείς, πήγαν στο σπίτι της μαμμούς να την τιμωρήσουν και να πάρουν πίσω τα
χρυσά.
Όμως αυτή προνοητική και
πονηρή, κλείδωσε τις πόρτες και άναψε κάρβουνα στο τζάκι και έριξε πάνω φύλλα
ελιάς και θυμιατά καθώς και τα κρομμυόφυλλα, έτσι όλη νύχτα οι καλικάντζαροι
δεν μπόρεσαν να μπουν στο σπίτι ώσπου έφεξε ο ήλιος, και αναγκαστικά τρύπωσαν
και χάθηκαν μέσα στη γη όπου είναι καταδικασμένοι αιώνια να ζουν. Από τότε οι
άνθρωποι πήραν το έθιμο από τη μαμμού και τακτικά καπνίζουν με το θυμιατήρι
ώστε να φεύγει πάσα κακό.
‘Όταν ξημέρωσε η γριά
μαμμού βρήκε ένα εναπομείναν κρομμυόφυλλο που σκάλωσε στην ποδιά της και είχε
μετατραπεί σε χρυσό, έτσι από τη μια μαράζωσε που έκαψε τα άλλα, από την άλλη
χάρηκε που γλύτωσε η ζωή της από τους Καλικάντζαρους.
Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Ο ΚΑΡΕΚΛΑΣ
Συνήθως οι μαστόροι τις παλιές εποχές δεν ήσαν στεγασμένοι σε κάποιο μαγαζί, αλλά δούλευαν στην αυλή του σπιτιού τους ή μπροστά στο πεζοδρόμιο, καθώς η τέχνη τους απαιτούσε ελάχιστα εργαλεία.
Ο Νεόφυτος Τσαεράς, απεβίωσε σε μεγάλη ηλικία το 2013.
Ο ΡΑΦΤΗΣ
Μαθήτευσε περισσότερο από δέκα χρόνια, και όταν πλέον καλά ενηλικιώθηκε και έπρεπε να παντρευτεί καθώς του προξένεψαν μια όμορφη κοπέλα, άνοιξε δικό του ραφείο.
Σήμερα ο Ανδρέας Πισσουριος σε ηλικία περισσότερη των 80 ετών στέκει καλά στην υγεία του, και ακόμα έχει το δικό του ραφείο το οποίο ανελλιπώς κάθε πρωί ανοίγει, και ανελλιπώς εργάζεται εξασκώντας την τέχνη του. Και κάθε δείλι ανελλιπώς, κάθεται στο καφενείο και ρεμβάζει κάτω μακριλα τη θλαλασσα που χρυσίζει καθώς βουττά ο ήλιος, ή κουβεντιάζει με το φίλο του τον Χρύσανθο και άλλους χωριανούς. Και αναπολώντας τα περασμένα, κάποιες φορές σκέφτεται πως ο πατέρας του είχε δίκαιο που αποφάσισε να τον στείλει σε τέχνη ξεκούραστη ώστε να μην γεράσει και να πεθάνει γρήγορα από τα βάσανα μιας σκληρής δουλειάς.
Ο ράφτης είναι ένα επάγγελμα που σχεδόν έχει εκλείψει παντελώς, σε αντίθεση πριν λίγες δεκαετίες που ανθούσε σε μεγάλο βαθμό.
Τα ραφεία είναι μικρές κάμαρες, καθώς δεν χρειάζονται πολύ χώρο για να λειτουργήσουν. Μέσα υπήρχαν στοιβαγμένα σε ράφια μερικά τόπια υφασμάτων για να διαλέγει ο πελάτης. Τα εργαλεία του ράφτη είναι ένας πάγκος όπου πάνω σχεδιάζει και σιδερώνει τα κοστούμια που ράβει με ένα βαρύ σιδερό και ένα γάρο (σιδερωστρα), μια μεζούρα, ένα τρίγωνο και ένα μεγάλο ψαλίδι, κιμωλίες για να τραβά τις γραμμές, δαχτυλήθρες και ένα καρφιτσερό με καρφίτσες, βελόνες, και οπωσδήποτε η μηχανή ραψίματος.
Ο ράφτης έπρεπε να παρακολουθεί μέσα από περιοδικά τη διεθνή μόδα και να ενημερώνει, αλλά και να καθοδηγεί τους πελάτες ποια γραμμή και μόδα να διαλέξουν για τα ρούχα τους. Έραβαν μόνο αντρικά ρούχα, και αφού έπαιρναν τα μέτρα του πελάτη, ξεκινούσαν το ράψιμο. Τα παντελόνια έπαιρναν λίγο καιρό, αλλά τα σακάκια ήθελαν από μερικές μέρες μέχρι μήνα, και χρειαζόταν κατά τη διάρκεια του ραψίματος, ο πελάτης να επισκεφτεί το ραφείο μερικές φόρες για πρόβα.
Έπρεπε να ράβουν ρούχα καλοραμμένα που να ταιριάζουν στον πελάτη, ανάλογα με το βάρος και το ύψος. Ένας καλός ράφτης ξεχώριζε από την ομορφιά και τη γραμμή που έδινε στα ρούχα.
Όπως και στην εποχή μας, και παλιότερα υπήρχαν ράφτες υψηλής ραπτικής που έπαιρναν πολλά χρήματα. Υπήρχαν μερικοί που πήγαιναν και μαθήτευαν στην Αθήνα, και επιστρέφοντας ονόμαζαν τα μαγαζιά τους Αθηναϊκά ραφεία, και έραβαν ακριβά υφάσματα για πλούσιους και άρχοντες.
Ο ΤΣΕΣΤΑΣ
Οι τσέστοι είναι μεγαλα στρογγυλά ξέβαθα πανέρια που κατασκευάζονται κυρίως με ποκαλάμες (στελέχη σιταριού) και φύλλα φοινικιάς, καθώς καλάμια και σκλινίτζια (άγρια βλάστηση σε υγρά εδάφη που χαρακτηρίζεται από πολλά λεπτά και μακριά στελέχη κυλινδρικά, και ευλύγιστα αλλά και στερεά ) που τις πλέκουν και τις δένουν μεταξύ τους, και τα στολίζουν με πολύχρωμα υφάσματα. Τον παλιο καιρό χρησίμευαν πολύ στις νοικοκυρές, γιατί τα διάφορα ζυμαρικά όπως κουλούρια, φιδέ, μακαρόνια, τραχανά, φλαούνες κλπ, τα ζύμωναν μόνες τους, και τα άπλωθαν στους τσέστους για να στεγνώσουν ή να τα ψήσουν.
Ο ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ
Τον θυμάμαι καλά καθώς μέναμε στην ίδια γειτονιά με ένα τσιγάρο κρεμασμένο στο στόμα σκυφτό στην αυλή του να γανώνει, ή να γυρίζει στα δρομάκια και να μαζεύει τα ατζιά φωνάζοντας με τη βραχνή του φωνή,
Είμαι γανωματσιής, μπακίρια γανώνω,
Τις παλιομαϋρισσες καλά μπαλώνω
Γανωτής ή γανωναματής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο.
Οι γανωματζιήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα χαρτσιά, τις μαγείρισσες, τα σινιά.
Ήταν επάγγελμα πολύ διαδομένο στις αρχές του περασμένου αιώνα, το οποίον τελείωσε σχεδόν ολοκληρωτικά στα τέλη του ίδιου καθώς τα μαγειρικά σκεύη κατασκευάζονταν ανοξείδωτα πλέον, και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Ακόμα υπάρχουν τεχνίτες, αλλά αραιά και που.
Ο ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ
Ήταν κτισμένη ακριβώς στη θέση που είναι τώρα το εστιατόριο «Φαμακούστα», στην οδό «Ζήνας Κάνθερ». Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που άφησε εποχή, που με τον ίδιο να φαντάζει θεόρατος με τη μαύρη βράκα και το αλατσιέτινο ζιμπούνι πανύψηλος να μην τον χωρεί το μαγαζί του και να σερβίρει σκυφτός για να μην κουτουλλά στο ταβάνι.
Μέσα στο μουντό φως της λάμπας πετρελαίου τα τραπέζια τάβλες πάνω στο χωματένιο πάτωμα ήταν πάντα γεμάτα πελάτες. Η τσίκνα από το τρεμιχόλαο γέμιζε τον αέρα και τα κουνουπίδια ήταν πάνω στο ράφι αφημένα μαζί με σώτες γεμάτες τσιρίτζια μέσα σε λίπος από λαρδί και βάζα γεμάτα καππάρι. Στη γωνιά ήταν κρεμασμένο από το ταβάνι ένα ολόκληρο λαρδί χοίρου, ενώ πάνω σε όλα τα τραπέζια είχε κούπες γεμάτες βραστές πατάτες.
Ήταν μια συνταιριασμένη ατμόσφαιρα με το χώμα στο πάτωμα να μυρίζει ξινό κρασί και να σμίγει με την μυρωδιά από τα ξιδάτα παντζάρια, τα βραστά αβγά μέσα σε μαύρο λάδι ελιάς και τη τσίκνα της ρέγκας που ψηνόταν στη φωτιά της μηχανής. Ήταν μεζέδες μιας εποχής χωριάτικοι και φτηνοί που έφτιαχνε ο ταβερνιάρης, αλλά γνήσιοι και άμετρης γευστικής απόλαυσης.
Κάθε βράδυ οι φτωχοί χωρικοί την άραζαν μέσα εκεί, να πιούν φτωχικά και να ξεχάσουν την φτώχεια και τη μιζέρια τους.
Το στερκό κρασί τους έφτιαχνε τη διάθεση και τους έκανε να ευφραίνονται απεριόριστα τις γλυκείες γεύσεις από τα φτωχικά φαγητά. Τσιμπούσαν και τσουγκρούσαν τις καντήλες εις υγεία στα ξύλινα βαρέλια που ήταν γεμάτα κρασί.
Ήταν βαρέλια θεόρατα που γέμιζαν το μισό μαγαζί, γεμάτα με κρασί που εκείνον τον καιρό πουλιόταν με την οκά και το μετρούσαν με το κάρτο, ένα τσίγγινο δοχείο με την ανάλογη χωρητικότητα. Όμως πολλές φορές τα άδειασαν οι κρασοπότες, και πολλές ήταν οι φορές που παρασυρμένοι από τη πολλή ζάλη της μέθης συμπεριφέρθηκαν ως μεθυσμένοι.
Μια φορά, ο Χριστόδουλος Πάσπας ένας τακτικός θαμώνας, πάνω στο μεθύσι του πήγε στοίχημα με τους φίλους του πως η στενή πόρτα της ταβέρνας χωρούσε το αυτοκίνητο του να περάσει μέσα. Και το θολωμένο του μυαλό παραμερίζοντας τη λογική, τον οδήγησε έξω να πάρει το αμάξι μη λαμβάνοντας όψιν τις διαμαρτυρίες του ταβερνιάρη. Ξεκίνησε λοιπόν ο άμυαλος το παλιό του αμάξι, και πέρασε μέσα από την πόρτα της ταβέρνας. Μα η πόρτα ήταν στενή και δεν χωρούσε, έτσι μαζί με τον τοίχο γκρεμίστηκε κάτω στο πάτωμα. Βλέποντας την καταστροφή έφερε το νου του, αλλά το κακό είχε γίνει. Συμφώνησαν με τον ταβερνιάρη, και την άλλη μέρα όλοι μαζί οι φίλοι καθώς ήταν καλοί μαστόροι, επιδιόρθωσαν όλες τις ζημιές.
Ο ΑΛΕΤΡΑΡΗΣ
ΟΙ ΚΤΙΣΤΕΣ
ΧΑΜΑΛΗΔΕΣ
Οι τελευταίοι χαμάληδες στη Χλώρακα ήταν οι Αβάττας και Κατσουνάρης.
Ο ΠΕΤΡΟΚΟΠΟΣ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ
Με τη λέξη κηδεία εννοούμε τη διαδικασία που αρχίζει μετά το θάνατο μέχρι τη ταφή του νεκρού σώματος. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα κήδομαι που σημαίνει επιμελούμαι, και εδώ σημαίνει τη φροντίδα προς το νεκρό, δηλαδή τη προετοιμασία και τη τέλεση της ταφής καθώς ορίζουν τα έθιμα.
Ενθυμούμαι καλώς, όταν μικρό παιδί, όντας παραπαίδι της εκκλησίας καθώς ιερεύς ήταν ένας θείος μου, το λεπτό μαξιλάρι που ήταν προσκολλημένο στο νεκροκρέβατο, ήταν λερωμένο από τα υγρά που εκχύονταν από τους πεθαμένους όταν σε κάποιους ίσως δεν έκλειναν καλά με βαμβακι τη μύτη και το στόμα.