ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ

ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ
ΧΑΜΠΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Στα παλια χρονια οι τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Το τσαγκαράδικο ηταν το εργαστηριο τους ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος με όλα τα σύνεργα, και ήταν ανοιχτό απο το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.
Ένα ζευγάρι παπούτσια, κόστιζε πολλά χρήματα, γιατί για να φτιαχτούν χρειάζονταν δυο-τρεις ημέρες δουλειά. Γι αυτό λίγοι έφτιαχναν παπούτσια, ενώ οι περισσότεροι όταν χαλούσαν τα υποδήματα τους, τα έδιναν στους τσαγκάρηδες για μπάλωμα. Το επάγγελμα δεν άφηνε πολλά χρήματα, ακριβώς γιατί οι άνθρωποι ένεκα του ακριβού κόστους, δεν παράγγελλαν καινούργια παπούτσια. Παρ όλα αυτά, στα περισσότερα εργαστήρια υπήρχαν βοηθοί, χωρίς πλερωμή όμως, καθώς τα τσιράκια που έκαναν τις βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή με αντάλλαγμα να μάθουν την τέχνη.
Ο τσαγκάρης δούλευε ώρες πολλές φορώντας τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Τα παπούτσια ήταν εξολοκλήρου χειροποίητα, ραφτά και καρφωτά.

Ο Χαμπής Βασιλείου ήταν λλιόκορμος, γι αυτό όλοι τον φώναζαν Βασιλούη. Όντας μικρό παιδί, θήτευσε για χρόνια τη σκαρπαρική, και όταν μεγάλωσε άνοιξε το δικό του εργαστήριο. Ήταν καλός τεχνίτης και πρόκοψε. Ταυτόχρονα με τη σκαρπαρική, άνοιξε στην πολη της Πάφου μαγαζί όπου κατ αρχάς πουλούσε παπούτσια χειροποίητα δικής του κατασκευής, και αργότερα όταν κτίστηκαν εργοστάσια μαζικής παραγωγής πουλούσε από τα δικά τους.

Ήταν καιροί δύσκολοι και φτωχοί, γι αυτό ο κάθε ευυπόληπτος οικογενειάρχης για να θρεψει την οικογένεια του, ασχολιόταν με περισσότερα από ένα επαγγέλματα. Ο Χαμπής το Βασιλούην, εκτός από τσαγγάρης έπαιζε βιολί, ήταν επίσης καλός ψαράς. Με κύριο επάγγελμα την τσαγγαρική, και ως πάρεργα τα άλλα δυο, μεγάλωσε τα παιδιά του, και ο ίδιος έζησε και πέθανε εξασκώντας και τα τρία επαγγέλματα άοκνα και με μεράκι.