Ο ΑΛΕΤΡΑΡΗΣ


Το Αντωνούην το Κολόιδον
 ήταν παλιός κάτοικος της Χλώρακας πολύ γραφικός χαρακτήρας από αυτούς που δεν ξεχνιούνται, και που άφησε στο κατόπιν του ευτράπελες ιστορίες που ακόμα τις διηγούνται τα παιδιά. Έζησε περισσότερο από εκατόν χρόνια, και απεβίωσε το 1980. Έως τα βαθιά του γεράματα είχε σώας τας φρένας και την υγεία του. Ενδυόταν με παραδοσιακά ρούχα, και η  βράκα που φορούσε ήταν από τις μακριές, και επειδή τα πόδια του στράβωσαν με τα γεράματα, σάριζε τη στράτα καθώς περπατούσε. Τον γνώριζαν όλοι με το παραγκώμι του, και ουδείς με το όνομα του το οποίον εν τέλει ανεγράφει εις την ταφόπλακα του, ως Αντώνης Μιχαήλ. Ήταν κοντός, άσχημος, στραβοπόδης με ένα τεράστιο μουστάκι δυσανάλογο με το κορμί του, κίτρινο από την καπνιά των ατελείωτων τσιγάρων που πάντα είχε ένα να κρεμιέται στο στόμα. Ήταν πτωχός, και δεν είχε χρήματα, γι αυτό γυρνούσε στα καφενεία και μάζευε τις γόπες που οι άλλοι πετούσαν. Ζούσε πολλές ώρες στην άκρια της θάλασσας πάντα με ένα δυναμίτη στο χέρι και σκότωνε τα ψάρια δια της παρανόμου και ευκόλου οδού-ς.
Καθώς ο ίδιος πολύ πτωχός, το ίδιο είχε καταντήσει και το μυαλό του από τα πολλά βάσανα που για περισσότερο από ένα αιώνα έζησε στη φτώχεια και στην ανέχεια. Μια φορά κατάφερε να αιχμαλωτίσει μια αλεπού που έτρωγε τις όρνιθες του, και σκέφτηκε να τη δέσει μέσα στην παράγκα που κατοικούσε με ένα σχοινί πάνω στην κεντρική κολώνα που είχαν όλες οι παράγκες. Και έφυγε ο άμοιρος ξημερώματα να πάει στη θάλασσα να ψαρέψει, και άφησε το άγριο ζώο δεμένο στη φυλακή του. Μα όταν το μεσημέρι επέστρεψε, βρήκε όλα τα υπάρχοντα του σπασμένα, καθώς το σχοινί ήταν μακρύ, και αλαφιασμένη από το φόβο η αλεπού γυρνούσε γύρω-γύρω σαν άγριο ζώο που ήταν, καταστρέφοντας τα όλα.  
Όμως, ήταν ένας σπουδαίος τεχνίτης, ένας καλός ξυλουργός που με τα πενιχρά του εργαλεία έφτιαχνε αλέτρια για τους γεωργούς, αλέτρια που άντεξαν στο χρόνο, και όσα δεν πετάχτηκαν και ακόμα υπάρχουν, είναι γερά, έτοιμα για χρήση. Εξασκούσε το επάγγελμα του αλετράρη μόνο αυτός, και παρ όλο που οι γεωργοί ήταν και οι ίδιοι τεχνίτες και κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν τα δικά τους αλέτρια, για το σωστό ζύγισμα τους έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφτούν τον αλετράρη του χωριού.

Ήταν λοιπόν το επάγγελμα του αλετράρη ένα χρήσιμο επάγγελμα πολύ αναγκαίο μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, αφού έως την εποχή του τελευταίου βασιλέως της Ελλάδας Κωνσταντίνου του Β΄ και πριν την κατασκευή γεωργικών μηχανών, ο όργωμα των χωραφιών γινόταν με το αλέτρι.
Κατασκευαζόταν κυρίως από ξύλο και είχε από σίδερο μόνο  το υνί, για να μην καταλιεται εύκολα καθώς όργωνε τη γη. Τα βασικότερα μέρη ενός αλετριού ήταν η κοντοουρά με το χέρι και με το οποίο χειριζόταν το άροτρο ο γεωργός, το αλετροπόδι που πάνω του φοριόταν το υνί, το σταβάρι το οποίον ενωνόταν στο ζυγό που μαζί έσερναν το αλέτρι, και η σπάθη που ένωνε το σταβάρι με το αλετροπόδι. Είχε ακόμα μερικά άλλα μέρη τα οποία προσαρμόζονταν ανάλογα με τη χρήση του αλετριού, άλλοτε για σπορά, άλλοτε για όργωμα, και άλλοτε για σβανάρισμα (στρώσιμο του χώματος  μετά το όργωμα). Η επιτυχία του αρότρου σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από το βάρος του, και αυτό ανάλογα με τη γη που θα οργωνόταν, αφού από αυτό εξαρτιόταν πόσο βαθιά θα έσκιζε τη γη.

Το επάγγελμα του αλετράρη λοιπόν, είχε σημαντική συνεισφορά στη καθολική γεωργική ενασχόληση των παλαιών κατοίκων της Χλώρακας αφού, όλοι οι κάτοικοι είχαν τη γεωργία ως κύριο επάγγελμα. Πολλοί γεωργοί αποκτούσαν γνώσεις και έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν μόνοι τα άροτρα τους, αλλά υπήρχαν και οι μαστοροι ξυλουργοί που είχαν ειδίκευση στην εξ ολοκλήρου κατασκευή και επιδιόρθωση τους. Η μαστοριά του καθενός αλετραρη μετριόταν εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από την ικανότητά του αρότρου να ισορροπεί στη γη, καθώς σε περίπτωση που παρουσίαζε αστάθεια, κούραζε το γεωργό στη προσπάθεια του να το κρατεί κάθετο.