Ο ΠΡΑΤΗΣ

Άλλο πράτης, και άλλο μεταπράτης. Ο μεταπράτης γυρνούσε με φορτηγό ζώο ή αμάξι από τόπο σε τόπο και αγόραζε ορισμένες ποσότητες προϊόντων κυρίως φθαρτών από τους χωρικούς, και ακολούθως τα μεταπωλούσε σε άλλα κοντινά χωριά ή και αγορές, με διάφορο κέρδος.
Ενώ ο πράτης, ήταν ο έμπορος που αγόραζε χοντρικά από τους χωρικούς εμπορεύματα κυρίως φθαρτά προϊόντα σε απεριόριστες ποσότητες, και τα μετέφερε σε μεγάλα αστικά μέρη και αγορές μακριά από τον τόπο παραγωγής, όπου τα πουλούσε χοντρικώς, εξασφαλίζοντας κέρδος ισότιμο ανάλογο με τη ζήτηση των προϊόντων.
Πρώτος πράτης από τη Χλώρακα ήταν ο Κωνσταντής Πενταράς που στις αρχές του 1900 φόρτωνε γαϊδούρια και μουλάρια με διάφορα προϊόντα όπως σταφίδες, σιουσιούκο, σησάμι, μετάξι και άλλα που άντεχαν στο χρόνο, και σχηματίζοντας κομβόι ταξίδευε μέχρι τη Λευκωσία όπου και τα μεταπουλούσε. Το κάθε ταξίδι διαρκούσε ένα μήνα περίπου, και τις νύχτες κοιμόταν στο ύπαιθρο, ή σε διάφορα χάνια και πανδοχεία.
Άλλος περιβόητος πράτης ήταν ο Γιωρκής Κόμπος Ταπακούδης και οι απόγονοι του, εκ των οποίων το επάγγελμα συνέχισαν μέχρι πρόσφατα. Την σκυτάλη πήρε ο υιός Κώστας, ύστερα ο εγγονός Χαμπής, και τελευταίος ο δισέγγονος Κυριάκος, δηλαδή εγώ.
Ήμουν ο τελευταίος πράτης από τη Χλώρακα, και από τους τελευταίους σε ολόκληρη την Κύπρο. Καθώς το 2004 μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όλα τα προϊόντα εισάγονταν από χώρες φθηνού κόστους, με αποτέλεσμα οι γεωργοί να έχουν ζημία και να σταματήσουν την παραγωγή, οπότε η εργασία του πράτη σταμάτησε να έχει χρεία.
Ο Γιωρκής και ο υιός Κώστας Ταπακούδης, αγόραζαν από τους γεωργούς και τους χωρικούς προϊόντα τα οποία συγκέντρωναν στην αυλή τους, και όταν κατά που τέλειωνε η εβδομάδα η ποσότητα ήταν αρκετή, νοίκιαζαν φορτηγό αυτοκίνητο και τα μετέφεραν στις χοντρικές αγορές της Λευκωσίας. Αργότερα ο εγγονός Χαμπής συνέχισε το επάγγελμα με ιδιόκτητο φορτηγό αυτοκίνητο, καθιστώντας τοιουτοτρόπως την εργασία πιο ευκολόχριστη.

Και τέλος εγώ, έχοντας ξενιτευτεί και εργαστεί στα πλοία για ορισμένα χρόνια, επιστρέφοντας στη Χλώρακα και έχοντας στο χέρι ένα μικρό κεφάλαιο, επέκτεινα την εργασία του πράτη κτίζοντας ψυκτικούς θαλάμους, και αγοράζοντας φορτηγά αυτοκίνητα, πρόσλαβα οδηγούς και εργάτες που μετέφεραν μεγάλες ποσότητες προϊόντων σε όλες τις χοντρικές αγορές των πόλεων της Κύπρου. Ασχολήθηκα με αυτό το είδος εμπορίου είκοσι δυο συναπτά έτη, και έχοντας προβλέψει το τέλος του επαγγέλματος, ήμουν είδη έτοιμος και εξασφαλισμένος ως προς τον βιοπορισμό μου.