Θεμιστοκλής
Νικολάου ο Παπλωματάς της Χλώρακας.
Το επάγγελμα του παπλωματά είναι ένα παλιό
επάγγελμα που έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τα παλιά χρόνια σαν γυρολόγοι οι
παπλωματάδες γυρνούσαν τα χωριά και διαλαλούσαν την δουλειά τους. Είχαν μαζί τα
εργαλεία τους, και σε έναν μεγάλο χώρο του σπιτιού έβγαζαν το βαμβάκι που είχε
μέσα το πάπλωμα και το ΄ξεκάτσιαζαν΄(αραίωναν), κατόπιν αφράτο όπως το είχαν κάνει
, ξαναγέμιζαν το πάπλωμα.
Ο Θεμιστοκλής Νικολάου γεννήθηκε το 1950 στην
Τάλα και μυήθηκε την τέχνη του παπλωματά σε πολύ μικρη ηλικία μόλις δέκα χρονών
ως παραγιός στον εκ Κισσόνεργας σπουδαίο τεχνίτη Λεωνίδα Κκίλη. Στα δεκαεννέα
του χρόνια παντρεύτηκε στην Χλώρακα όπου και άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι πίσω
στην αυλή του σπιτιού του, και από τότες έως και τώρα, ασχολείται με την τέχνη
αυτή. Σ αυτό το μαγαζί έφτιαχνε στρώματα, παπλώματα και μαξιλάρια. Στα χωριά
που γυρνούσε παλαιότερα, έξαινε τα βαμβάκια κυρίως των στρωμάτων και των
μαξιλαριών, για να γίνονται πιο αφράτα με ένα ειδικό εργαλείο ξύλινο, το
τοξάρι, που έμοιαζε με μεγάλο ανοιχτό τόξο και στη θέση της χορδής είχε νεύρο
ζώου ή χοντρή μισινέζα. Η χορδή έπρεπε να είναι τόσο τεντωμένη ώστε να τινάζει
το βαμβάκι έτσι που αυτό να ξαίνεται.
Στο μαγαζί έχει μηχανή που εργάζεται με ρεύμα και
ξαίνει (αραιώνει) το βαμβάκι, και το τοξάρι το χρησιμοποιεί μόνο για τόξεμα
(ισιώνει το βαμβάκι μέσα στο ρούχο του παπλώματος). Ακολούθως ράβει το ρούχο
στο χέρι χρησιμοποιώντας ειδική χειροποίητη μεταλλική δαχτυλήθρα. Το ράβει κατά
μήκος δημιουργώντας στενά αυλάκια ώστε να συγκρατείται το βαμβάκι στη θέση του
χωρίς να κουβαριάζει ή να μαζεύεται. Με τη μηχανή χρειάζεται κάθε πάπλωμα δυο
ώρες περιπου να γίνει, ενώ χωρίς, ακριβώς τη διπλάσια. Την δεκαετία του ΄60 ένα
καινούργιο πάπλωμα πουλιόταν μιάμιση λίρα, ενώ ένα κρεβάτι δυο λίρες.