να μεταφέρει το υπόλοιπο γέννημα από τα χωράφια στο σπίτι του.
Στις υποχρεώσεις του μουχτάρη, ήταν να τους φιλοξενά και να τους βοηθά στην είσπραξη των φόρων. Ο Αντωνάς Λιασίδης ως κοινοτάρχης ήταν φιλόξενος και τους εξυπηρετούσε. Όταν στις θέσεις αυτές διορίστηκαν Έλληνες, οι λεγόμενοι Μαμούρηδες (από τη λέξη μαμούρι που σήμαινε μικρός στην ηλικία, υπηρέτης του σπιτιού), ως κοινοτάρχης, έδωσε τη θέση αυτή στον αδελφό του Γιάννη Λιασίδη Πούρνελλο και στον υιό του Αντώνη Πούρνελλο (αργότερα Π/Αντώνη), και υστερότερα στον επίσης αδελφό του (από άλλο πατερά) Πιστέντη Χ’ Χαραλάμπους που ήταν άνθρωπος μεγαλόσωμος, και ο πιο δυνατός από όλο το χωριό σε σωματική δύναμη όπως ενθυμούνται οι γεροντότεροι και ως εξ αυτού, η δουλειά του γινόταν πιο εύκολη. Αλλά αυτός ως άνθρωπος ηθικός και μη αντέχοντας την αδικία εις βάρος των γεωργών, παραιτήθηκε από τη θέση. Ήταν ο τελευταίος Μαμούρης γιατί η φορολογία της δεκατίας καταργήθηκε
Για τη µέτρηση των σιτηρών κατά την περίοδο που ίσχυε το φορολογικό µέτρο της ∆εκάτης χρησιµοποιούνταν οι λεγόμενες αµπούστες ή κοίλον (κυλινδρικά δοχεία καταμέτρησης όγκου). Τη µέτρηση αναλάµβανε αρµόδιος υπάλληλος, γνωστός ως Μαμούρης, που για κάθε δέκα δοχεία από την παραγωγή, τοποθετούσε το ένα σε ξεχωριστό σάκο, για την αποπληρωµή του Φόρου. Η χωρητικότητά του ισοδυναµούσε από οχτώ έως δώδεκα οκάδες, ανάλογα µε το είδος και την ποιότητα των σιτηρών. Π.χ. µία αµπούστα µε σιτάρι, ζύγιζε δέκα οκάδες, ενώ µε κριθάρι οχτώ.
Η Φορολογία της δεκάτης στη Κύπρο κατ αρχάς ξεκίνησε επί Φραγκοκρατίας,
αλλά κυρίως επί Οθωμανοκρατίας, κατάντησε καταχρηστική και μάστιγα. Με βάση αυτή τη
φορολογία ο κάθε παραγωγός πλήρωνε ως φόρο στις Αρχές το ένα δέκατο της
παραγωγής του. Εφαρμόστηκε επί της γεωργικής παραγωγής, γιατί λόγω της
αρχέγονης μορφής της οικονομίας, εθεωρείτο σχεδόν ως η μόνη πηγή εισοδήματος
Η δεκάτη κρινόταν
ως ένα άδικο και καταπιεστικό μέτρο. Μια πρώτη εξέγερση με εκδηλώθηκε από τον Ρε Αλέξη επί Φραγκοκρατίας. Οι αντιδράσεις εντάθηκαν επί
Οθωμανικής περιόδου. Η επιβολή της τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους
Μουσουλμάνους, είχε επανειλημμένα συμβάλει στη συνένωση Ελλήνων και Τούρκων
αγροτών σε κοινές εξεγέρσεις, όπως αυτή υπό τον Χαλίλ Αγά, του Γκιαούρ Ιμάμη, και του Νικόλαου Θησέα που συνήθως
πνίγονταν στο αίμα.
Ο Έλληνας πρόξενος
στην Κύπρο Γ.Σ. Μενάρδος, στην έκθεσή του που υπέβαλε το 1869
αναφερόμενος στο φόρο της δεκάτης γράφει:
...Και καταντᾷ συχνάκις, ὃταν ἡ ἐσοδεία ἀποτύχῃ, νά πωλῶσιν οἱ χωρικοί πᾶν ὃ,τι ἀπομένει μετά τήν καταστροφήν τῆς ἀκρίδος καί πάλιν νά μή ἐξαρκῇ εἰς πληρωμήν τῆς λεγομένης
δεκατείας, ἣτις τακτικῶς πωλεῖται διά γρ.
5.000.000. Ὁ ἂμεσος τύραννος καί καταπιεστής τοῦ χωρικοῦ εἶναι ὁ ἐνοικιαστής τῶν
δημοσίων προσόδων, ὁ κερδοσκόπος οὗτος τῶν ἱδρώτων τοῦ χωρικοῦ. Καταγράφει τά γεννήματά του, ὃταν θέλῃ, ζητεῖ τό ἀνάλογον, ὃταν τῷ δόξῃ. ... Ὁ πρῶτος ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀγοραστής διά
5.000.000 γρ. τῶν δεκατειῶν μεταπωλεῖ τό δικαίωμά του, ὁ δεύτερος ἀγοραστής κάμνει τό
αὐτό, ὁ τρίτος ἐνοικιάζει, ὁ τέταρτος ὑπενοικιάζει καί ἐννοεῖται ὃτι ὃλοι ὠφελοῦνται. Σμῆνος ὑπαλληλίας δεκατιστῶν,
σατραπικῶς διαιτωμένης, περιέρχονται τά χωρία ἐξεταστικῶς, ἳνα ἀνακαλύψωσι τυχόν ἀποκρυβέντα γεννήματα
καί ὠφεληθῶσί τι. Κυκεών καταντᾷ ὁ λαβύρινθος τῶν ἐνοικιάσεων, πωλήσεων
καί μεταπωλήσεων καί τῶν εἰδῶν τῆς πληρωμῆς τῶν δεκατιστῶν.
Ο τερματισμός της Οθωμανοκρατίας δεν τερμάτισε, αλλά συνεχίστηκε από τους Άγγλους. Η δεκάτη διατηρήθηκε μέχρι το 1926, οπότε
καταργήθηκε και επιβαλλόταν μόνο στις εξαγόμενες ποσότητες του βαμβακιού, του λιναρόσπορου, του μαυρόκοκκου, της σταφίδας, του
κατεργασμένου και ακατέργαστου μεταξιού και των χαρουπιών.
Για αντικατάσταση
της απώλειας των εσόδων του κράτους από την κατάργηση της δεκάτης, η αγγλική
κυβέρνηση της Κύπρου προέβη σε πιο δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση.