ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ
Ο κωμοδρόμος ή αλλιώς σιδηρουργός
ή και σιδεράς, έφτιαχνε με τα χέρια του
ότι υπήρχε από μέταλλο, κυρίως σίδερο. Σε μια μεγάλη εστία με αναμμένα κάρβουνα
όπου μέσα φυσούσε αέρας με μια φυσούνα ώστε να κρατά τη φωτιά δυνατή και σε ψηλή θερμοκρασία, ζέσταινε τα μέταλλα
για να τα κάνει εύπλαστα και στη συνέχεια με μια μεγάλη τανάλια τα έβαζε πάνω
στο αμόνι όπου τα επεξεργάζονταν. Χτυπώντας το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο
με ένα βαρετό σφυρί, του έδινε τη μορφή που ήθελε. Ήταν σκληρή εργασία και απαιτούσε
αντοχή και δύναμη καθώς τα σίδερα ήταν πολύ βαριά και η ζέστη αφόρητη
Ήταν επαγγελματίας σιδεράς, και ένεκα του επαγγέλματος
του υπογραφόταν Αγαθοκλής Κωμοδρόμος. Ήρθε στη Χλώρακα από την Καλλέπια και ενυμφεύθει
την Τσιυρκακού Ταπακούδη. Έφτιαξε ένα μικρό μαγαζάκι σην οδό Φελάχογλου στο παλιό
Κτήμα, και εκεί δούλεψε ως κωμοδρόμος μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ήταν ένας πανύψηλος
άνθρωπος με μεγάλη μυϊκή δύναμη, ακριβώς ότι χρειαζόταν για να μπορεί να εξασκεί
το σκληρό επάγγελμα του μεταλλουργού. Δούλεψε σε εποχές φτωχές και σκληρές γεμάτες
μιζέρια από το ένα χάραμα μέχρι το άλλο για ένα κομμάτι ψωμί, παρ όλα αυτά όλοι
τον ενθυμούνται σαν ένα κεβεζέ και χαρούμενο άνθρωπο που μεριάζοντας την κούραση
της εβδομάδας, τις Κυριακές δεν αναπαυόταν, παρά στους γάμους και στα πανηγύρια
υπό τον ήχο βιολιών και λαγούτων χόρευε ακατάπαυστα. Ήταν καλός χορευτής,
ιδιαίτερα στο χορό του «Νικολή να μ ανάψεις δεν μπορείς», ένα χορό της μόδας, που
σήμερα έχει μείνει μόνο ως παραδοσιακός που τον χορεύουν τα λαογραφικά
συγκροτήματα σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.