ΟΙ ΒΙΟΛΑΡΗΔΕΣ


Οι Έλληνες διατήρησαν μέσα στους αιώνες που πέρασαν την παραδοσιακή τους μουσική. Οι Κύπριοι με ίδια εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία και πολιτισμό, διατήρησαν και αυτοί το ίδιο τη δική της μουσική κληρονομιά. Μέσα από τους διάφορους κατακτητές Πέρσες, Φοίνικες, Πτολεμαίους, Ρωμαίους, Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους, Άγγλους, κατάφεραν να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους, τη κουλτούρα τους και τη μουσική τους η οποία κατ αρχάς διαδόθηκε από στόμα σε στόμα από καλλίφωνους και ιεροψάλτες. Ακολούθως μέσα από τις ανάγκες επιβίωσης, διάφοροι τραγουδιστές έμαθαν να παίζουν διάφορα όργανα που τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερα βιοποριστικά επαγγέλματα. Με τον καιρό επικράτησε το βιολί ως σολίστικο όργανο, και το λαούτο ως συνοδευτικό.
Τη μουσική τους κυρίως την έπαιζαν σε γάμους, καθ ότι αυτή αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του μυστηρίου. Τους παλιούς καιρούς ο γάμος στη Χλώρακα διαρκούσε τρεις ημέρες. Από το Σάββατο μια μέρα πριν το γάμο, οι βιολάρηδες ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης δίνοντας το επίσημο κάλεσμα για τους άλλους χωριανούς να κοπιάσουν και να ξεκινήσουν το στρώσιμο του κρεβατιού. 
Την ημέρα του γάμου οι μουσικοί έπαιζαν για το στόλισμα της νύφης και το ξύρισμα του γαμπρού. Ακολούθως με μουσική τους συνόδευαν στην εκκλησία όπου η νύφη παραδιδόταν στο γαμπρό. Μετά την τελετή στο σπίτι της νύφης όλοι διασκέδαζαν και χόρευαν υπό τη συνοδεία των Μουσικών. Επειδή τον παλιό καιρό δεν υπήρχαν πολλών ειδών διασκέδασης, σε κάθε γάμο οι καλεσμένοι δεν είχαν όρεξη να εγκαταλείψουν το γλέντα. Έτσι όταν η ώρα προχωρούσε ως τις πρωινές, ο Βιολάρης έπαιζε το τραγούδι του πολογιαστού, οπότε όλοι αναγκαστικά έφευγαν και αφήναν το αντρόγυνο μόνο του. Τη Δευτέρα του γάμου το σούρουπο, ο κόσμος μαζευόταν στην αυλή του αντρογύνου και διασκέδαζαν ακούοντας μουσική και χορεύοντας για να γιορτάσουν το πρώτο σμίξιμο του ζευγαριού. Όταν νύχτωνε με τη συνοδεία της μουσικής, η νύφη και ο γαμπρός άνοιγαν το χορό ενώ οι συγγενείς και οι καλεσμένοι καρφίτσωναν επάνω στα ρούχα τους χρήματα ή κοσμήματα, και σε ένα πιάτο πλούμιζαν τους βιολάρηδες με μικρά νομίσματα.

 Η κοινότητα της Χλώρακας ευτύχισε να έχει μερικούς σπουδαίους επαγγελματίες Βιολάρηδες που άφησαν εποχή. Γυρνώντας στα πανηγύρια και σε γάμους στα περίχωρα, αλλά και σε άλλες επαρχίες που τους καλούσαν, απέκτησαν μεγάλη φήμη και ακόμα μέχρι τις σημερινές μέρες αν και έχουν παρέλθει πολλά χρόνια από το θάνατο τους, πολλοί τους ενθυμούνται και τους συναφέρνουν. Με σειρά γεννήσεως ήσαν οι Αντωνής Βλόκκος που γεννήθηκε το 1905, ο Χαμπής Βασιλούης το 1930, ο Παναής Παναή το 1935, και ο Νικόλας Βλόκκος υιός του πρώτου ο οποιος σήμερα σε μεγάλη ηλικία πλέον, έχει σταματήσει να εργάζεται την όμορφη τέχνη της μουσικής την οποίαν κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, πραγματικώς έχει προάγει σε ύψιστο βαθμό.
Ήταν όλοι άνθρωποι απλοϊκοί μεροκαματιάρηδες που για να ζήσουν τις οικογένειες τους έκαναν και διάφορες άλλες δουλειές. Είχαν όμως εντός του έμφυτο το μεγάλο ταλέντο της μουσικής που τους έκανε ξεχωριστούς και φημισμένους στην κοινωνία.
Ταξίδευαν συχνά προσκεκλημένοι σε γάμους, πανηγύρια, και κάθε λογής συνάξεις της εποχής σε όλη την Κύπρο, σε Τούρκικα ή μιχτά χωριά όπου συναπαντιόνταν με Τουρκοκύπριους οργανοπαίχτες, και επηρεασμένοι από ανατολίτικους ρυθμούς έσμιγαν τους πατροπαράδοτους με τους ξενόφερτους ρυθμούς, ομορφαίνοντας και εμπλουτίζοντας τοιουτοτρόπως την απόδοση της μουσικής τους και 
Δίνοντας της ένα διαφορετικό ηχόχρωμα, έτσι ως πρωτεργάτες καθιέρωσαν την κυπριακή μουσική στη σημερινή της μορφη. Ήσαν όλοι σπουδαίοι βιολάρηδες που συνέβαλαν στην διάδοση της παραδοσιακής μουσικής του τόπου. Κοντά τους μαθήτευσαν αρκετοί μουσικοί που συνέχισαν το έργο τους.