ΟΙ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ



Με τη λέξη κηδεία εννοούμε τη διαδικασία που αρχίζει μετά το θάνατο μέχρι τη ταφή του νεκρού σώματος. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα κήδομαι που σημαίνει επιμελούμαι, και εδώ σημαίνει τη φροντίδα προς το νεκρό, δηλαδή τη προετοιμασία και τη τέλεση της ταφής καθώς ορίζουν τα έθιμα.
Η διαδικασία ξεκινά με τον καλλοπισμό του νεκρού και την τοποθέτηση του στη νεκρική κλίνη ή στο φέρετρο, τον κλαυθμό από τους οικείους και το μοιρολόι από τη μοιρολογίστρα, το ξενύχτι ώστε με σιγουριά να γνωρίζουν πως έχει επέλθει ο θάνατος και δεν έχει περιπέσει ο άνθρωπος τους σε νεκροφάνεια.
Και τέλος, η εκφορά της σορού με ενδιάμεσο σταθμό την εκκλησία όπου ψέλωεται η νεκρώσιμος ή  εξόδιος ακολουθία, και τέλος ο ενταφιασμός. Ο τελευταίος ασπασμός από τα αγαπημένα πρόσωπα δίδεται στο νεκροταφείο πριν κλείσει το φέρετρο, και τέλος μετά την ταφή στη περίβολο του νεκροταφείου καθώς και στο σπίτι του νεκρού, οι πενθούντες μαζεύονται για το περίδειπνο, δηλαδή το δείπνο της παρηγοριάς, που συνοδεύεται με κόκκινο κρασί και από τον καφέ της παρηγοριάς.
Σήμερα υπάρχουν γραφεία κηδειών που αναλαμβάνουν όλες τις θλιμμένες αυτές εργασίες από το ευπρεπισμό της σορού μέχρι και τα κόλλυβα, χωρίς οι τεθλιμμένοι οικείοι να χρειάζεται να λαμβάνουν μέρος στη θλιβερή διαδικασία, και να μένουν απερίσπαστοι στον πόνο και τη λύπη τους. Η χρέωση είναι πολύ ακριβή με μέσο όρο για μια συνηθισμένη κηδεία 1300 έως 2500 ευρώ, και είναι διαδικασία την όποια όλοι ακολουθούν και αγόγγυστα πληρώνουν, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να θάψουν τον νεκρό τους, καθώς όλα έπαψαν να είναι όπως παλιά που μια ταφή στοίχιζε ελάχιστα έως καθόλου χρήματα.
Έως τη δεκαετία του 1960, σε όλα τα χωριά υπήρχαν οι ντόπιοι νεκροθάφτες που έσκαβαν τον τάφο. Φέρετρα ελάχιστοι συγγενείς των νεκρών αγόραζαν, και αυτό συνέβαινε συνήθως στις πόλεις όπου κατοικούσαν πλούσιοι μεγαλοαστοί. Οι πεθαμένοι σοροί μεταφέρονταν με ξύλινο ανοιχτό νεκροκρέβατο που διέθεταν οι εκκλησίες και φυλασσόταν μεσα στον ίδιο το ναό, και οι νεκροί εναποτίθεντο στο λάκκο τυλιγμένοι μόνο με το νεκροσέντονο. Τον ευπρεπισμό, τη νυχτερινή φύλαξη και τη μεταφορά, την έκαναν οι συγγενείς.
Ενθυμούμαι καλώς, όταν μικρό παιδί, όντας παραπαίδι της εκκλησίας καθώς ιερεύς ήταν ένας θείος μου, το λεπτό μαξιλάρι που ήταν προσκολλημένο στο νεκροκρέβατο, ήταν λερωμένο από τα υγρά που εκχύονταν από τους πεθαμένους όταν σε κάποιους ίσως δεν έκλειναν καλά με βαμβακι τη μύτη και το στόμα. 
Οι νεκροθάφτες έσκαβαν και σκέπαζαν μόνο τον τάφο. Σε κάθε χωριό υπήρχαν από ένας μέχρι δυο νεκροθάφτες και κατά τη δεκαετία του 1960 αμείβονταν με τριάντα λίρες για έκαστον ταφο. Λογαριάζονταν καλά πληρωμένοι, παρ όλα αυτά ήταν δύσκολο κάποιος να αποφασίσει να κάνει αυτό το θλιβερό επάγγελμα, και ελάχιστοι ήσαν όσοι αποφάσιζαν να το εξασκήσουν. Δεν λογαριαζόταν ως κύριο επάγγελμα αλλά ως πάρεργο, γιατί οι θάνατοι στα χωριά δεν ήταν τόσοι ώστε να προσφέρουν πολλή απασχόληση σε έναν νεκροθάφτη.
Οι νεκροθάφτες δεν ήταν άνθρωποι συνηθισμένοι καθώς ο θάνατος γι αυτούς ήταν καθημερινότητα και είχαν εξοικειωθεί μαζί του. Είχαν σκληρή την καρδιά και το θλιβερό επάγγελμα τους δεν τους συγκινούσε ούτε τους φόβιζε, και όταν το εξασκούσαν έδειχναν ψυχροί, ασυγκίνητοι και απαθείς χωρίς η θλίψη να τους σκιάζει.
Όσους νεκροθάφτες ενθυμούμαι στη Χλώρακα, είχαν ασυνήθιστη συμπεριφορά.
Μοναχικοί και απόμακροι, εξέπεμπαν μια κρυότητα που φόβιζε τα μικρά παιδιά καθώς τους θύμιζε τον θάνατο. Οι απλοί χωρικοί τους απέφευγαν επηρεασμένοι και φοβισμένοι με τη σκέψη της νεκραϊλας που πάνω τους ήταν φανερά αποτυπωμένη.
Και οι καημένοι νεκροθαύτες καταδικασμένοι στη μοναξιά τους, καταντούσαν μοναχικοί θαμώνες στο μικρό ταβερνάκι του χωριού προσπαθώντας να βρουν παρέα στο ποτό με ένα ποτήρι στο χέρι μακριά από τους συνάνθρωπους τους, αυτούς που όμως την ώρα της ανάγκης και του θανάτου τους ενθυμούνταν. Αλλά και αυτοί ίσως για να τους τιμωρήσουν, στην ώρα του πόνου τους χωρίς να τους λυπούνται, τους χρέωναν πολύ ακριβά. Εκείνους τους καιρούς ένας καλός μάστρος κτίστης αμειβόταν με δέκα λίρες την εβδομάδα, και ένας νεκροθάφτης για ένα λάκκο λίγων ωρών εργασίας, αμειβόταν με τριάντα λίρες.
Οι τελευταίοι νεκροθάφτες της Χλώρακας ήταν ο Χαρίλαος, ο Αβάττας και ο Κατσουνάρης.

Σήμερα επειδή πολύ ελάχιστοι ασχολούνται με το επάγγελμα του νεκροθάφτη, τα γραφεία κηδειών χωρίς να λυπούνται τον πόνο των τεθλιμμένων, χρεώνουν υπέρογκα ποσά για την κάθε κηδεία. Και οι συγγενείς ένεκα της θλίψης τους, σιωπούν και αγόγγυστα πληρώνουν.