Ο ΒΟΣΚΟΣ

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ή ΦΥΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΣΙΑΜΜΑΣ), Ο ΤΕΛΕΥΣΤΑΙΟΣ ΒΟΣΚΟΣ

Δημοσίευμα της Εφημερίδας Ανεξάρτητος το 1938:
Παρ ολίγον να ελάμβανε χώραν το απόγευμα της προχθές Δευτέρας τραγικό δυστύχημα εις Χλώρακα με θύμα νεαρόν ποιμένα, υπο τάς ακολούθως περιστάσεις: Κατά το απόγευμα της προαναφερθήσας ημέρας, ενώ ο εκ του χωρίου μας δεκαεξαετής ποιμήν Νεόφυτος έβοσκε τα πρόβατα του εις την τοποθεσίαν Καμαρούδι, το έδαφος υπεχώρησεν αιφνηδίως και ο ατυχής ποιμήν ευρέθη εις υπόγειον γαλαρίαν πλήρη ύδατος και βάθους πέντε ποδών. Ο ατυχής Νεόφυτος ήρχισε αμέσως να κραυγάζη εις βοήθειαν, πλήν, όμως, λόγω του ερημικού του τόπου, ουδείς τον ήκουε, εκινδύνευε δε, τον έσχατον κίνδυνον. Ευτυχώς δι αυτόν τα πρόβατα του παραμείναντα ακυβέρνητα εισήλθον εις μέρος απηγορευμένον δια βοσκήν, επισύραντα ούτω την προσοχήν του επίσης εκ Χλώρακας Γεωργίου Νικόλα, ο οποίος εν τη προσπαθεία του όπως εκβάλει εκ της απηγορευμένης περιοχής τα προβατα, αντελήφθη τον Νεόφυτον εντός της γαλαρίας. Αμέσως ούτος εκάλεσε και άλλους συγχωρίους του, τη βοηθεία των οποίων ο ποιμήν ανεσύρθη.


Στη Χλώρακα από τους πρώτους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν και κατοίκησαν κατά το 1850 και έχουμε πληροφορίες, ήταν και ο βοσκός Χ΄Τσιυρκακός Σιαμμάς. Επίσης ο τελευταίος που έζησε ως βοσκός, ήταν ο Φυτός Χριστοδούλου, εγγονός του πρώτου. Από μικρό παιδί έβοσκε τα πρόβατα του πάτερα του, όταν όμως ενηλικιώθηκε, αποφάσισε και ξενιτεύτηκε, πήγε στην Ελλάδα και εντάχτηκε στο στρατό ως ημιονηγός, και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους όπου και πληγώθηκε. Επιστρέφοντας, ο πατέρας του είχε κληροδοτήσει το κοπάδι σε έναν άλλο του γιό τον Λεωνή, οπότε έπιασε δουλειά κοντά του με μεροκάματο. Αργότερα όταν ο Λεωνής κληροδότησε το κοπάδι στον γιο του Γιώρκο, ο Φυτός συνέχισε να εργάζεται σε αυτόν, μέχρι τέλους.
Περί τα μέσα της  δεκαετίας του 1970, ο Γιώρκος Λ. Σιαμμάς δισέγγονος του Χ΄Τσιυρκακού, πούλησε το κοπάδι και ασχολήθηκε με τη γεωργία, οπότε ο Φυτός σε μεγάλη ηλικία πλέον, σταμάτησε να εργάζεται και βγήκε στη σύνταξη. Ήταν ο τελευταίος βοσκός που έζησε στη Χλώρακα.
Το επάγγελμα του βοσκού για τη Χλώρακα έχει ιστορική αξία, καθώς από το 1830 και ύστερα που ξεκινούν οι πληροφορίες  για τους κατοίκους οι οποίοι και αποτελούν τους προγόνους των σημερινών οικογενειών, ασχολήθηκαν αποκλειστικά με το επάγγελμα αυτό, ενώ τη γεωργία την είχαν πάρεργο καθώς η περιοχή δεν ήταν πολύ εύφορη για αγροτικές καλλιέργειες.
Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν , από τους πρώτους αυτούς κατοίκους ο Χ΄Τσιυρκακός που κατέβηκε με το μεγάλο κοπάδι του από την ορεινή περιοχή και εγκαταστάθηκε και δημιούργησε μεγάλη φαμελιά, είναι ο κύριος προγονός των περισσοτέρων σημερινών  κατοίκων. Ολοι σχεδόν οι κάτοικοι της Χλώρακας δηλαδή, έχουν τις ίδιες ρίζες καταγωγής.
Οι βοσκοί είχαν έσοδα από την παραγωγή γάλακτος και από τα παράγωγα του όπως χαλούμια, τυριά και αναράδες. Επίσης κούρευαν τα πρόβατα και πουλούσαν το μαλλί τους με το οποίο οι εργοστασιάρχες ύφαιναν μάλλινα ρούχα. Άλλη πηγή εσόδων ήταν η πώληση ζώων κυρίως κατά την περίοδο του Πάσχα, οπότε, ο βοσκός επέλεγε ποια ζώα θα πουλούσε και ποια θα κρατούσε για αναπαραγωγή, αλλά και ποια από τα γεροντότερα ζώα θα αντικαθιστούσε, οπότε αυτά τα πουλούσε φθηνότερα. Με αυτά έφτιαχναν το κλέφτικο, διότι με τον τρόπο αυτό, το σκληρό κρέας ψηνόταν καλά και μαλάκωνε. Σπάνια, οι βοσκοί έσφαζαν ζώα για την προσωπική τους διατροφή και όταν το έκαναν, χρησιμοποιούσαν το δέρμα των ζώων για την κατασκευή συνήθως βουρκών, ενα είδος σακιδίου.