Ο ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Ο καρεκλάς κατασκευάζει ψάθινες καρέκλες πλέκοντας το κάθισμα πάνω σε ξύλινο σκελετό που αγοράζει από το μαραγκό σε έτοιμα κομμάτια, και ο ίδιος συναρμολογεί και τα κολλά με γόμα. 
Συνήθως οι μαστόροι τις παλιές εποχές δεν ήσαν στεγασμένοι σε κάποιο μαγαζί, αλλά δούλευαν στην αυλή του σπιτιού τους ή μπροστά στο πεζοδρόμιο, καθώς η τέχνη τους απαιτούσε ελάχιστα εργαλεία.
Ο καρεκλάς με τα λιγοστά εργαλεία του περιδιάβαινε τις γειτονιές και τα καφενεία στα γειτονικά χωριά, και επισκεύαζε τις κατεστραμμένες καρέκλες. Επί τόπου ή οπουδήποτε, εργαζόταν για τους πελάτες. Σήμερα αυτοί οι τεχνίτες ακόμα υπάρχουν, καθώς οι τόννενες καρέκλες είναι πολύ αναπαυτικές, ανθεκτικές και όμορφες.

Την καρέκλα στα παλιά χωριάτικα την ονόμαζαν τσαέρα. Ο Νεόφυτος ο Τσαεράς πήρε το όνομα του επειδή σε κάποια περίοδο της ζωής του υπήρξε τσαεράς (καρεκλάς).
Από μικρό παιδί του άρεσε να κατασκευάζει καρέκλες χρησιμοποιώντας ως υλικό ξερές βανούκες. Στην αρχή έφτιαχνε σκαμνάκια, αλλά καθώς είχε μεγάλο ζήλο, σιγά-σιγά άρχισε από μόνος του να μαθαίνει να δένει τον τόνο και να κατασκευάζει καρέκλες. Με τον καιρό έγινε καλός μάστρος, και επισκεύαζε τις σπασμένες καρέκλες του χωριού. Ακόμα έδενε τις καρέκλες που μόνοι τους οι νοικοκυραίοι κατασκεύαζαν. Ήταν καρέκλες χοντροκομμένες με απελέκητα υλικά, αλλά πολύ στέρεες. Σήμερα μόνο ελάχιστες από αυτές υπάρχουν, και είναι σε μουσεία όπου συντηρούνται και προφυλάσσονται. Αργότερα όταν τα μέρη που αποτελούν την τόννενη καρέκλα βιομηχανοποιήθηκαν, τα αγόραζε και τα συναρμολογούσε και ακολούθως τις έδενε με τόνο.
Ο Νεόφυτος ο Καρεκλάς ή Τσαεράς, έζησε μια φτωχή εποχή, και για να ζήσει την οικογένεια του έκαμνε διάφορες δουλειές. Είχε υπηρετήσει ως στρατιώτης στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ κάποια περίοδο είχε ένα παλιό φορτηγό αυτοκίνητο που το έστηνε στον κατήφορο για να το ξεκινά κάθε πρωί, καθώς μονίμως η μπαταρία του ήταν καθισμένη.
Μόνος του επεξεργαζόταν τον τόνο τον οποίο έβρισκε και μάζευε από έναν υγρότοπο όπου βλαστούσε. Ήταν μια μεγάλη λίμνη κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου γεμάτη νερό από αγίασμα που έτρεχε, και που ξεχειλίζοντας πότιζε το χώμα και σχημάτιζε ένα βαλτότοπο, έναν υγρότοπο, όπου πλούσια ευδοκιμούσε ο τόνος.
Και ύστερα κάθε απόγευμα, καθόταν στη βεράντα του μακριναριού σπιτιού του, και έπλεκε τον τόνο πάνω στις καρέκλες.
Ο Νεόφυτος Τσαεράς, απεβίωσε σε μεγάλη ηλικία το 2013.