Στα
χωριά, ήταν μαζί καπηλειό, μπακάλικο, κάποτε και μικρό μαγεριό. Εκεί μαζεύονταν
οι άνδρες και περνούσαν την ώρα τους πίνοντας τον καφέ τους και μαθαίνοντας τα νέα
του χωριού, και σχολιάζοντας την επικαιρότητα και τον καιρό, αλλά πίνοντας και κανένα
κρασάκι και φουμάροντας κανένα τσιγαράκι που το αγόραζαν με το ένα, όταν το επέτρεπε
η τσέπη τους, αφού πολλές φορές έμεναν βερεσέ, και ο καφετζής με μια κιμωλία σημείωνε
όλα τα βερεσιέδια σε έναν μαυροπίνακα που ήταν κρεμασμένος πάνω στον τοίχο.
Πάντα
στα χωριά έστω και ένα καφενείο εκτελούσε και χρέη μπακάλικου, οπότε σε αυτά έμπαιναν
και οι γυναίκες να ψωνίσουν, και επειδή ήταν ώρες πρωινές που οι άνδρες έλειπαν
στα χωράφια, έπιναν κι αυτές καφέ παρέα με την καφετσιήνα.
Το
καφενείο άνοιγε από τα χαράματα, καθώς οι χωρικοί ξυπνούσαν πολύ πρωί, γιατί κοιμόντουσαν
ενωρίς. Ήταν αυτός ένας λόγος που έκαναν και πολλά παιδιά μη έχοντας και τι άλλο
να κάνουν καθώς ούτε τηλεοράσεις υπήρχαν, και το ραδιόφωνο σταματούσε να εκπέμπει
τα μεσάνυχτα.
0 Ιωάννης
Λιασίδης, ή Μαυρόγιαννος, ήταν διορισμένος μουχτάρης και είχε την έδρα του στο ιδιόκτητο
καφενείο του. Μέσα σε αυτό εκτελούσε τα χρέη του κοινοτάρχη, και είχε επίσης μέσα
μερικά ξύλινα ράφια κι ένα πάγκο με το φουτσιάκι, τα μπρίκια και τα φλιτζάνια. Είχε
τετράγωνα τραπέζια με παλιές τόνενες καρέκλες, και μια ξυλόσομπα ενώ πριν την
ηλεκτροδότηση, τις νύχτες για φωτισμό άναβε λάμπες πετρελαίου και αργότερα λουξ. Η σύζηγος ρου Δεσποινού μαζι με τον του υιόν Κωστή, ησαν το δεξι του χέρι καθως αυτός ησχολείτο και με τις εργασίες του πράτη και του κοινοτάρχη. Όταν απεβίωσε, το καφενείο ανέλαβε ο υιός του Κωστής, ο οποίος και μέχρι σήμερα σε βαθιά γεράματα, διαχειρίζεται.
Ο
καφετζής πάνω στον πάγκο έψηνε τους καφέδες, και κάτω από αυτόν έφτιαχνε και κανένα
μεζέ από κονσέρβα συνήθως, και σέρβιρε κρασί, ζιβανια και κονιάκ.
Πάνω
στα ξύλινα ράφια είχε κονσέρβες, ζάχαρη, ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το
μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσιέ, τα πουλούσε
επίσης χύμα και βερεσιέ.
Σήμερα
στα αστικά κέντρα αυτού του είδους τα μαγαζιά έχουν εκλείψει, αλλά σε μακρινά
και μικρά χωριά, υπάρχουν και λειτουργούν ακόμα.