Ο ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΜΑΝΤΗΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ
Ο Χαρίλαος ο Μάντης ήταν ένας γυρολόγος γανωματής από τον Καθηκα. Μακρινό το χωριό από τη Χλώρακα και πολλές ώρες δρόμος, αλλά κάθε τόσο καιρό με τη σειρά, περνούσε και μάζευε τα μαυρισμένα από τη φωτιά σκεύη των νοικοκυρών, και τα φόρτωνε στο ζώο του. Ήταν ένας μεγάλος άππαρος που με τα δισάκια κρεμασμένα γεμάτα ατζιά και τον ίδιο καβαλικεμένο στη ράχη, μεγαλόσωμος και όμορφος, κάλπαζε τη μεγάλη απόσταση χωρίς να κουράζεται.
Στα χωριά τον παλιό καιρό οι κάτοικοι ήσαν λιγοστοί και συγγενείς αναμεταξύ τους, γι αυτό συνήθιζαν για τις νιές κοπέλες να φέρνουν γαμπρούς από άλλα χωριά, και τα παλληκάρια να τα στέλλουν σώγαμπρους σε άλλα χωριά. Καμιά φορά γινόταν το αντίθετο, αλλά πολύ αραιά. Ώστε ο Χαρίλαος καθώς είχε και τη τέχνη του, ήταν περιζήτητος γαμπρός στη Χλώρακα, και όπως ήταν φυσικό, κάποιοι μεσολάβησαν και τον πάντρεψαν με μια χωριανή κοπέλα, και από τότε έμεινε στη Χλώρακα εξασκώντας το επάγγελμα του γανωματή.    
Τον θυμάμαι καλά καθώς μέναμε στην ίδια γειτονιά με ένα τσιγάρο κρεμασμένο στο στόμα σκυφτό στην αυλή του να γανώνει, ή να γυρίζει στα δρομάκια και να μαζεύει τα ατζιά φωνάζοντας με τη βραχνή του φωνή,
Είμαι γανωματσιής, μπακίρια γανώνω,
Τις παλιομαϋρισσες καλά μπαλώνω

Ο γανωτσής έλιωνε τον κασσίτερο πάνω σε φωτιά και αφού προηγουμένως είχε καθαρίσει καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε με σκόνη κεραμιδιού. Ακολούθως κρατώντας το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά, έριχνε μέσα το νησιαντήρι, για να στρώσει και να κολλήσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια με ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα, και τέλος βουτούσε το σκεύος μέσα σε κρύο νερό. Στο τέλος το σκούπιζε με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει..
Η λέξη γανωτής προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γανώ που σημαίνει δίνω λάμψη, και είναι επάγγελμα από τα πιο παλιά που υπάρχουν.
Γανωτής ή γανωναματής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο.
Οι γανωματζιήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα χαρτσιά, τις μαγείρισσες, τα σινιά.
Ήταν επάγγελμα πολύ διαδομένο στις αρχές του περασμένου αιώνα, το οποίον τελείωσε σχεδόν ολοκληρωτικά στα τέλη του ίδιου καθώς τα μαγειρικά σκεύη κατασκευάζονταν ανοξείδωτα πλέον, και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Ακόμα υπάρχουν τεχνίτες, αλλά αραιά και που.