Ο ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΒΛΟΚΚΟΣ, Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ
Ο Αντωνής Αχιλλέως Βλόκκος ήταν πασίγνωστος και σπουδαίος Βιολάρης από τη Χλώρακα. Έπαιζε σε γάμους και σε συγκεντρώσεις όπως πανηγύρια και εκδηλώσεις, και όπου αλλού τον καλούσαν. Είχε τη μουσική ως κύριο επάγγελμα του, ταυτόχρονα είχε και ένα καφενείο ως πάρεργο. Καταξιώθηκε να γίνει ξακουστός σε όλη την Κύπρο τόσο αυτός, όσο και οι τρεις γιοι του που ακολούθησαν το επάγγελμα του μουσικού.
Για λαουτάρη να τον συνοδεύει, απασχολούσε τον μικρότερο υιό του τον Γιαννή, που τον δίδαξε ο ίδιος και που αργότερα εξελίχθηκε σε σπουδαίο οργανοπαίκτη του μπουζουκιού.
Όπως και σήμερα, έτσι και την παλιά εποχή οι λαουτάρηδες ήταν δυσεύρετοι, καθώς το λαούτο χρησιμοποιείτο κυρίως ως συνοδευτικό όργανο, γι αυτό οι περισσότεροι μουσικοί προτιμούσαν τα σολίστικα όργανα που σε μια μπάντα είχαν πρωτεύοντα ρόλο. Το ίδιο έπραξε και ο Γιαννής, από το λαούτο μεταπήδησε στο μπουζούκι.
Έτσι ο Γιαννής είναι ο τελευταίος λαουτάρης της Χλώρακας. Από τότε αν και έχουν παρέλθει δεκαετίες, κανείς άλλος δεν σπούδασε την τέχνη του λαουτάρη.

Στη Κύπρο έως το 2000, δεν εννοείτο γάμος χωρίς μουσικά όργανα. Βεβαίως τα απαραίτητα όργανα ήταν το βιολί και το λαούτο. Σιγά με τον καιρό και την πρόοδο, οι μουσικοί και τα όργανα πλήθαιναν. Κύριο όργανο κατεστει το μπουζούκι, ενώ το βιολί έμεινε ως δευτερεύον για να συνοδεύει το στόλισμα του αντρογύνου, ενώ για τη διασκέδαση και το χορό των καλεσμένων, υπερίσχυσαν τα σύγχρονα όργανα. Κακή τύχη και μοίρα όμως, είχε ολωσδιόλου το λαούτο, το οποίο αντικαταστάθηκε από την κιθάρα και το αρμόνιο, και το σπουδαίο αυτό παραδοσιακό όργανο έμεινε στα αζήτητα. Το λαούτο είναι έγχορδο όργανο, έχει μια ιδιαίτερη και γλυκεία μελωδία και χρησιμοποιείται κυρίως ως συνοδευτικό όργανο, όμως για όσους αγαπούν πραγματικά τη μουσική, χρησιμοποιείται και ως σόλο όργανο, καθώς έχει μια ιδιαίτερη ακουστική που οφείλεται στο μέγεθος και στον τρόπο κατασκευής του σκάφους που αντηχεί τον ήχο που παράγει. Στο έπος του ∆ιγενή Ακρίτα,  τα ακριτικά τραγούδια και στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου αλλά και στο δηµοτικό τραγούδι, το λαούτο είτε µόνο του είτε ως συνοδευτικό της φωνής, µπορεί να εκφράσει τα λεπτότερα και ευγενέστερα συναισθήματα του ανθρώπου.
Στο πέρασμα των αιώνων που η Κύπρος ήταν υπόδουλη σε ξένους κατακτητές, και ιδιαίτερα την εποχή της Τουρκοκρατίας, τα παραδοσιακά όργανα βιολί και λαούτο, είχαν πάντα πρώτη θέση στη ζωή τόσο των Κυπρίων Ελλήνων, όσο και των αλλοθρήσκων κατακτητών. Οι Τούρκοι κυρίως, στις τελετές γάμων φώναζαν πάντα Έλληνες Κύπριους μουσικούς που επί πληρωμή, συνόδευαν το αντρόγυνο.  
Υπάρχει μια ιστορία που λέγει για κάποιους καταζητούμενους στη Χλώρακα που κρύφτηκαν σε ένα σπηλαίο (τον αρχαίο Ελληνόσπηλιο του Λεωνίδα) για να ξεφύγουν από τους Τούρκους στρατιώτες. Πάνω από το σπήλαιο υπήρχε στράτα από την οποία μια φορά περνούσε Τούρκικο αντρόγυνο υπό τη συνοδεία Κύπριων μουσικών. Μέσα στο σπήλαιο με τους κατατρεγμένους ήταν ένα με μικρό μωρό, που άρχισε να κλαίει την ώρα της πομπής του αντρογύνου. Το κλάμα του ακούστηκε έξω, που ευτυχώς όμως το άκουσαν πρώτα οι μουσικοί που θέλοντας να τους προειδοποιήσουν πως ακουγόταν έξω το κλάμα του μωρού,  αρχίνισαν να τραγουδούν δυνατά,
-Για βύζαστο για βούλλωστο, για βάρτο κατσε πάνω.
 Άκουσε η μάνα την προειδοποίηση, και το πομώρησε να μην κλαίει. 

Ο ΒΟΣΚΟΣ

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ή ΦΥΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΣΙΑΜΜΑΣ), Ο ΤΕΛΕΥΣΤΑΙΟΣ ΒΟΣΚΟΣ

Δημοσίευμα της Εφημερίδας Ανεξάρτητος το 1938:
Παρ ολίγον να ελάμβανε χώραν το απόγευμα της προχθές Δευτέρας τραγικό δυστύχημα εις Χλώρακα με θύμα νεαρόν ποιμένα, υπο τάς ακολούθως περιστάσεις: Κατά το απόγευμα της προαναφερθήσας ημέρας, ενώ ο εκ του χωρίου μας δεκαεξαετής ποιμήν Νεόφυτος έβοσκε τα πρόβατα του εις την τοποθεσίαν Καμαρούδι, το έδαφος υπεχώρησεν αιφνηδίως και ο ατυχής ποιμήν ευρέθη εις υπόγειον γαλαρίαν πλήρη ύδατος και βάθους πέντε ποδών. Ο ατυχής Νεόφυτος ήρχισε αμέσως να κραυγάζη εις βοήθειαν, πλήν, όμως, λόγω του ερημικού του τόπου, ουδείς τον ήκουε, εκινδύνευε δε, τον έσχατον κίνδυνον. Ευτυχώς δι αυτόν τα πρόβατα του παραμείναντα ακυβέρνητα εισήλθον εις μέρος απηγορευμένον δια βοσκήν, επισύραντα ούτω την προσοχήν του επίσης εκ Χλώρακας Γεωργίου Νικόλα, ο οποίος εν τη προσπαθεία του όπως εκβάλει εκ της απηγορευμένης περιοχής τα προβατα, αντελήφθη τον Νεόφυτον εντός της γαλαρίας. Αμέσως ούτος εκάλεσε και άλλους συγχωρίους του, τη βοηθεία των οποίων ο ποιμήν ανεσύρθη.


Στη Χλώρακα από τους πρώτους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν και κατοίκησαν κατά το 1850 και έχουμε πληροφορίες, ήταν και ο βοσκός Χ΄Τσιυρκακός Σιαμμάς. Επίσης ο τελευταίος που έζησε ως βοσκός, ήταν ο Φυτός Χριστοδούλου, εγγονός του πρώτου. Από μικρό παιδί έβοσκε τα πρόβατα του πάτερα του, όταν όμως ενηλικιώθηκε, αποφάσισε και ξενιτεύτηκε, πήγε στην Ελλάδα και εντάχτηκε στο στρατό ως ημιονηγός, και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους όπου και πληγώθηκε. Επιστρέφοντας, ο πατέρας του είχε κληροδοτήσει το κοπάδι σε έναν άλλο του γιό τον Λεωνή, οπότε έπιασε δουλειά κοντά του με μεροκάματο. Αργότερα όταν ο Λεωνής κληροδότησε το κοπάδι στον γιο του Γιώρκο, ο Φυτός συνέχισε να εργάζεται σε αυτόν, μέχρι τέλους.
Περί τα μέσα της  δεκαετίας του 1970, ο Γιώρκος Λ. Σιαμμάς δισέγγονος του Χ΄Τσιυρκακού, πούλησε το κοπάδι και ασχολήθηκε με τη γεωργία, οπότε ο Φυτός σε μεγάλη ηλικία πλέον, σταμάτησε να εργάζεται και βγήκε στη σύνταξη. Ήταν ο τελευταίος βοσκός που έζησε στη Χλώρακα.
Το επάγγελμα του βοσκού για τη Χλώρακα έχει ιστορική αξία, καθώς από το 1830 και ύστερα που ξεκινούν οι πληροφορίες  για τους κατοίκους οι οποίοι και αποτελούν τους προγόνους των σημερινών οικογενειών, ασχολήθηκαν αποκλειστικά με το επάγγελμα αυτό, ενώ τη γεωργία την είχαν πάρεργο καθώς η περιοχή δεν ήταν πολύ εύφορη για αγροτικές καλλιέργειες.
Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν , από τους πρώτους αυτούς κατοίκους ο Χ΄Τσιυρκακός που κατέβηκε με το μεγάλο κοπάδι του από την ορεινή περιοχή και εγκαταστάθηκε και δημιούργησε μεγάλη φαμελιά, είναι ο κύριος προγονός των περισσοτέρων σημερινών  κατοίκων. Ολοι σχεδόν οι κάτοικοι της Χλώρακας δηλαδή, έχουν τις ίδιες ρίζες καταγωγής.
Οι βοσκοί είχαν έσοδα από την παραγωγή γάλακτος και από τα παράγωγα του όπως χαλούμια, τυριά και αναράδες. Επίσης κούρευαν τα πρόβατα και πουλούσαν το μαλλί τους με το οποίο οι εργοστασιάρχες ύφαιναν μάλλινα ρούχα. Άλλη πηγή εσόδων ήταν η πώληση ζώων κυρίως κατά την περίοδο του Πάσχα, οπότε, ο βοσκός επέλεγε ποια ζώα θα πουλούσε και ποια θα κρατούσε για αναπαραγωγή, αλλά και ποια από τα γεροντότερα ζώα θα αντικαθιστούσε, οπότε αυτά τα πουλούσε φθηνότερα. Με αυτά έφτιαχναν το κλέφτικο, διότι με τον τρόπο αυτό, το σκληρό κρέας ψηνόταν καλά και μαλάκωνε. Σπάνια, οι βοσκοί έσφαζαν ζώα για την προσωπική τους διατροφή και όταν το έκαναν, χρησιμοποιούσαν το δέρμα των ζώων για την κατασκευή συνήθως βουρκών, ενα είδος σακιδίου.

Ο ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ

Οι κουρείς συχνά ασκούσαν παράλληλα και άλλες δραστηριότητες όπως του μουσικού ή του πρακτικού γιατρού.
Το επάγγελμα του κουρέα έχει τις ρίζες του στο επάγγελμα του παρπέρη (η λέξη προέρχεται από την περιποίηση ή και θεραπεία των πελατών, όπου οι κουρείς κατά το μεσαίωνα ως χειρουργοί σε δημόσια λουτρά, δέχονταν και περιποιούνταν πελάτες και ασθενείς).
Ο κουρέας ήταν ο βοηθός του παρπέρη, και ασχολείτο κυρίως με το κόψιμο των μαλλιών και το ξύρισμα των πελατών.
Ο κουρέας και ο μπαρμπέρης είχαν ως επί το πλείστον ανδρική πελατεία. Μέχρι τη δεκαετία του 1930 τα μικρά κουρεία στεγάζονταν συχνά μέσα στα καφενεία.
Στη Χλώρακα ξακουστοι παρπέρηδες της παλιάς εποχής ήταν ο Φίλππος Κυρίλλου, ο Φίλιππος του Οθωνή, ο Χαρής του Γιώρκα, ο Αντωνέσκος και τέλος ο Κόκος Αλεξίου που όταν μικρό παιδί μαθήτευσε σε περιώνυμο μπαρμπέρη της Πάφου και έμαθε την τέχνη «στην τρίχα». Με το μικρό του βαλιτσάκι όπως και οι παλιώτεροι μπαρπέρηδες, περιδιάβηκε πολλά χωριά και υπό τον ήχο των βιολιών, ξύρισε πολλούς γαμπρούς. 
Οι παρπέρηδες είχαν τα μαγαζιά τπυς συνήθως γύρω στη μικρή πλατεία της Χλώρακας δίπλα στα καφενεία, όπου κάθε Κυριακή ιδιαίτερα τις πολύ πρωινές ώρες πριν να χτυπήσει η καμπάνα για τη δοξολογία, αρκετοί πιστοί πριν μπουν στην εκκλησιά, περνούσαν από τα κουρεία να ξυριστούν και να καλλωπιστούν. Σήμερα παραμένει ο μοναδικός κουρέας στη Χλώρακα, σε σύγκριση με παλαιότερες εποχές που υπήρχαν περισσότερα από πέντε μπαρμπέρικα.

Ο ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΣ


Ο Κλέαθθος Κωσταντίνου ή το παλληκάρι, ο Τουρκόπουλος

Ο Τουρκόπουλλος με όπλο ένα ραβδί που στο κάτω μέρος είχε μια σιδερένια λόγχη, είχε ως έργο την επίβλεψη των αγρών και των μαντρών των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Με αυξημένα καθήκοντα για τη διαφύλαξη της ησυχίας και της τάξης, τη δίωξη και πρόληψη του εγκλήματος και την επιβολή προστίμων στους παρανομούντες, ήταν το δεξί χέρι του μουχτάρη, αλλά πρωτίστως ήταν υπόλογος στον περιφερειακό Αστυνόμο. Ντυνόταν στο χακί για να ξεχωρίζει πως κατείχε εξουσία, και στο χέρι είχε περασμένο ένα μπρούτζινο περιβραχιόνιο, που ο κάθε διορισμένος Τουρκόπουλλος φορούσε με μεγάλη τιμή και το οποίον αν και βαρύ ποτέ δεν αποχωριζόταν, παρά μόνο επεδείκνυε με καμάρι.
Για την καλύτερη επόπτευση και αστυνόμευση, ο Τουρκόπουλο είχε στα καθήκοντα του υποχρέωση να κρατεί σημειώσεις για όλες του τις ενέργειες από πρωί ως βράδυ, όλες τις ώρες δηλαδή κατά τις οποίες ήταν εν υπηρεσία. Σημείωνε ποιον συναντούσε στους αγρούς ή στα καφενεία και τι ομολογούσαν μεταξύ τους, ποιον σπουδαίο ή ανώτερο αξιωματούχο συνόδευε ως εκ των καθηκόντων του, ποιος παρανόμησε, ποιον προστίμαρε, πόσο πρόστιμο επέβαλε, κλπ.

Ο Κλέαθθος Κωσταντίνου ή το παλληκάρι, ο Τουρκόπουλος γεννήθηκε το 1906 και απεβίωσε σε βάθος γήρατος το 2002. Ενυμφέφθη την Αντιγόνη κόρη του ιερέως της κοινότητας Παπαχαρήδημου και απέκτησε μαζί της πολυμελή οικογένεια. Διορίστηκε Τουρκόπουλος το 1948, και υπηρέτησε από τη θέση αυτή έως το 1955 οπότε έδωσε την παραίτηση του εις ένδειξη διαμαρτυρίας προς την Αποικιοκρατική Αγγλική κυβέρνηση, και εις ένδειξη συμπαραστάσεως υπέρ του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Το 1960 με την ανακήρυξη της δημοκρατίας ξαναδιορίστηκε Τουρκόπουλος από την Ελληνοκυπριακη πλέον κυβέρνηση, και υπηρέτησε μέχρι το 1968 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε

Ο ΚΑΡΑΓΓΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΑΦΙΟΣ 

Ο Καραγκιόζης είναι φιγούρα του θεάτρου Σκιών, που μέσα από τη συμπεριφορά του καταδείκνυε  τη δυσαρέσκεια του λαού κατά των Οθωμανών στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Πολλοί καραγκιοζοπαίχτες αγωνίστηκαν να διατηρήσουν αυτή τη θεατρική δημιουργία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, που κόντευε να σβήσει.
Στο Θέατρο Σκιών πρώτη θέση κατέχουν οι ιστορίες από την καθημερινή ζωή, αλλά και θέματα εμπνευσμένα από τα παραμύθια, τις παραδόσεις και την ιστορία, και όλες οι παραστάσεις συνοδεύονται από τραγούδι. Γι αυτό ο Καραγκιοζοπαίχτης έπρεπε απαραίτητα εκτός από το να μπορεί να μιμείται διαφορετικές φωνές, έπρεπε ακόμα να είναι και καλοφωνάρης.
Σήμερα ελάχιστοι είναι οι φωτισμένοι εκείνοι άνθρωποι που διατηρούν αυτήν την τέχνη προσαρμόζοντας τα θέματα των ιστοριών τους και στην επικαιρότητα.
Στη Χλώρακα ένας σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης υπήρξε ο Χριστόδουλος Πάφιος.
Γεννήθηκε στη Χλώρακα το 1904 και πέθανε το 1987.  Το επίθετο του ήταν Αντωνιάδης έγινε όμως πασίγνωστος ως Πάφιος.  Φοίτησε μόνο μέχρι την τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου και στη συνέχεια άσκησε διάφορα επαγγέλματα κατά καιρούς: ράφτης, κτίστης κ.ά.. 
Από το 1923 άρχισε να εργάζεται ως καραγκιοζοπαίχτης και να δίδει παραστάσεις Θεάτρου σκιών. Στην τέχνη του Καραγκιόζη είχε μυηθεί από μικρός, παρακολουθώντας παραστάσεις του Ελλαδίτη Γεράσιμου Κεφαλλονίτη και αργότερα του Νίκου Σμυρνιού και του Κυπρίου Αθηνόδωρου Γεωργιάδη. Για 50 και πλέον χρόνια, ο Χριστόδουλος Πάφιος τριγυρίζει με τα σύνεργα του και τις φιγούρες του (που κατασκεύαζε ο ίδιος) τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου, δίνοντας παραστάσεις Θεάτρου σκιών.  Όλα αυτά τα χρόνια ψυχαγώγησε, με τα δικά του έργα που ανέβαζε, τους Κύπριους. Ασχολήθηκε παράλληλα και με τη ζωγραφική και πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις αυτοδίδακτων τις πολλές περιπέτειες του από την μακρόχρονη θητεία του στο Θέατρο σκιών. 

Μετά το θάνατο του, ο εγγονός επίσης Χριστόδουλος Πάφιος Αντωνέσκος, συνεχίζοντας το έργο του παππού του, γυρίζει την πατρίδα του και τον κόσμο όλο σε όποιο μέρος τον καλέσουν, δίνοντας παραστάσεις θεάτρου σκιών.
Θέλοντας ακόμα να προσφέρει κάτι περισσότερο για τη διάσωση και διάδοση του λαϊκού αυτού θεάματος, έφτιαξε λαϊκό μουσείο θεάτρου σκιών θέλοντας να διατηρήσει, να προστατεύσει και να προβάλει με κάθε τρόπο ένα από τα πιο σημαντικά μέρη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που εκπροσωπεί το λαϊκό θέατρο, τον Καραγκιόζη.


To Μουσείο Θεάτρου Σκιών στη Χλώρακα στεγάζεται σε ιδιόκτητο παλιό οίκημα δίπλα στη κεντρική πλατεία, στο ίδιο παλιό κτίριο που ο πρώτος καραγκιοζοπαίχτης ο Χριστόδουλος Πάφιος χρησιμοποιούσε για να δίνει τις θεατρικές του παραστάσεις. Σήμερα το ίδιο παλιό μαγαζάκι κληροδότημα στον εγγονό του, χρησιμοποιήθηκε από τον κληρονόμο Χριστόδουλο ως χώρος στέγασης των παλιών φιγούρων, και αποτελεί σήμερα το μουσείο Καραγκιόζη της Χλώρακας.

Ο ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ


Θεμιστοκλής Νικολάου ο Παπλωματάς της Χλώρακας.












Το επάγγελμα του παπλωματά είναι ένα παλιό επάγγελμα που έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τα παλιά χρόνια σαν γυρολόγοι οι παπλωματάδες γυρνούσαν τα χωριά και διαλαλούσαν την δουλειά τους. Είχαν μαζί τα εργαλεία τους, και σε έναν μεγάλο χώρο του σπιτιού έβγαζαν το βαμβάκι που είχε μέσα το πάπλωμα και το ΄ξεκάτσιαζαν΄(αραίωναν), κατόπιν αφράτο όπως το είχαν κάνει , ξαναγέμιζαν το πάπλωμα.

Ο Θεμιστοκλής Νικολάου γεννήθηκε το 1950 στην Τάλα και μυήθηκε την τέχνη του παπλωματά σε πολύ μικρη ηλικία μόλις δέκα χρονών ως παραγιός στον εκ Κισσόνεργας σπουδαίο τεχνίτη Λεωνίδα Κκίλη. Στα δεκαεννέα του χρόνια παντρεύτηκε στην Χλώρακα όπου και άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι πίσω στην αυλή του σπιτιού του, και από τότες έως και τώρα, ασχολείται με την τέχνη αυτή. Σ αυτό το μαγαζί έφτιαχνε στρώματα, παπλώματα και μαξιλάρια. Στα χωριά που γυρνούσε παλαιότερα, έξαινε τα βαμβάκια κυρίως των στρωμάτων και των μαξιλαριών, για να γίνονται πιο αφράτα με ένα ειδικό εργαλείο ξύλινο, το τοξάρι, που έμοιαζε με μεγάλο ανοιχτό τόξο και στη θέση της χορδής είχε νεύρο ζώου ή χοντρή μισινέζα. Η χορδή έπρεπε να είναι τόσο τεντωμένη ώστε να τινάζει το βαμβάκι έτσι που αυτό να ξαίνεται.

Στο μαγαζί έχει μηχανή που εργάζεται με ρεύμα και ξαίνει (αραιώνει) το βαμβάκι, και το τοξάρι το χρησιμοποιεί μόνο για τόξεμα (ισιώνει το βαμβάκι μέσα στο ρούχο του παπλώματος). Ακολούθως ράβει το ρούχο στο χέρι χρησιμοποιώντας ειδική χειροποίητη μεταλλική δαχτυλήθρα. Το ράβει κατά μήκος δημιουργώντας στενά αυλάκια ώστε να συγκρατείται το βαμβάκι στη θέση του χωρίς να κουβαριάζει ή να μαζεύεται. Με τη μηχανή χρειάζεται κάθε πάπλωμα δυο ώρες περιπου να γίνει, ενώ χωρίς, ακριβώς τη διπλάσια. Την δεκαετία του ΄60 ένα καινούργιο πάπλωμα πουλιόταν μιάμιση λίρα, ενώ ένα κρεβάτι δυο λίρες.