Τα
παλιά χρόνια οι χασάπηδες ήσαν λιγοστοί καθώς όλοι οι νοικοκυραίοι ασχολούντο
κυρίως με τη κτηνοτροφία και είχαν τα δικά τους ζώα τα οποία έσφαζαν και τα
μοιράζονταν με τη σειρά αναμεταξύ τους. Επειδή
δεν υπήρχαν ψυγεία να συντηρήσουν το κρέας, για να το διαθέσουν έκαναν πλανόδιο εμπόριο ώστε να το πουλήσουν
γρήγορα εντός της ίδιας ημέρας που σφαζόταν το ζώο.
Αργότερα
όταν τα επαγγέλματα έγιναν πολλά και δεν είχαν όλες οι οικογένειες τα δικά τους
ζώα, ή γιατί ήθελαν την ευκολία τους, η δουλειά των χασάπηδων μεγάλωσε, οπότε έστησαν πάγκους σε κλειστές
αγορές, και αργότερα σε δικα τους μαγαζιά.
Στη χλώρακα ένας από τους πρώτους ημιεπαγγελματίες χασάπηδες
ήταν το Αντρεούι, και αργότερα καθαρά επαγγελματίας ο γιός του ο Χριστοφής.
Ο Χριστοφής ήταν άνθρωπος πολύ προσιτός, και θυμάμαι εγώ σαν
παιδί όταν συναντιόμαστε καμιά φορά κάτω στη θάλασσα της Αλικής που πηγαίναμε
για μπάνιο, μιλούσαμε και συζητούσαμε, και θυμάμαι πόσο μου άρεσε να τον ακούω για
πράγματα που τα έλεγε όμορφα, ώστε τον παρακολουθούσα με προσοχή.
Μου έλεγε πως ο πατέρας του επειδή δεν
υπήρχαν ψυγεία την παλιά εποχή, για να συντηρήσει το απούλητο κρέας, το έδενε με σχοινί και το κατέβαζε στο βάθος κάποιου
βαθιού πηγαδιού όπου υπήρχε σχετική δροσιά. Το ίδιο έκανε και αυτός όταν είχε παραγγελία
να σφάξει πολλά ζώα για γάμο, και το
μεγάλο ψυγείο που είχε, γέμιζε και δεν χωρούσε.