Έως τη δεκαετία του 1970, τα αυτοκίνητα στη Χλώρακα ήσαν λιγοστά, ενώ στην
προηγούμενη δεκαετία σχεδόν ανύπαρκτα. Όμως οι άνθρωποι ήθελαν να
διεκπεραιώνουν τις βαριές εργασίες τους, ήθελαν να μεταφέρουν προϊόντα, γι αυτό
χρησιμοποιούσαν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια προς τον σκοπό αυτό. Έβαζαν πάνω
στο ζώο τη συρίζα, και μέσα σ’ αυτήν ότι ήθελαν να κουβαλήσουν σε μακρινές
αποστάσεις.
Όμως υπήρχαν πολλοί φτωχοί κάτοικοι που δεν διέθεταν γαϊδούρια, ακόμα
υπήρχαν και όσοι ήθελαν να πληρώσουν κάποιον να κάνει την εργασία τους.
Ζούσε λοιπόν στη Χλώρακα, ένας αγωγιάτης (μεταφορέας), που έχοντας ένα
μικρό γαϊδουράκι επί σκοπού για να είναι χαμηλό και να μπορεί να το
φορτοεκφορτώνει ευκολότερα καθώς και αυτός ήταν μικρός στο μπόϊ, που με αυτό το
ζώο έκανε μεταφορές και αγώγια επί πληρωμή. Ήταν ο Γιαννουρής (Γιαννής)
Παναγιωτου που είχε αποκλειστική εργασία το επάγγελμα του Αγωγιάτη. Με το μικρό
του γαϊδουράκι κουβαλούσε οτιδήποτε του ανέθεταν. Από γεωργικά προϊόντα, κόπρι
για τα χωράφια, αμμοχάλικα και πέτρες για να κτίζουν σπίτια, ειδικό ασπρόχωμα
από την Καμήλα (περοχή της Κισσόνεργας) για να βάζουν στις στέγες στα
σπίτια να μήν στάζουν, ακόμα και κανιά για να φτιάχνουν στέγες και
ψαθαρκές που τις κρέμαζαν στα ταβάνια και τοποθετούσαν πάνω τα ψωμιά ώστε να
μην τα πειράζουν οι λίμπουροι.
Ήταν ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος, αλλά πολύ δραστήριος και δουλευτής τα
μέγιστα. Καμιά φορά δεν αρνήθηκε να κάνει αγώγειο, όσο δύσκολο και σκληρό να
ήταν. Μέσα από στενά δρομάκια, χωράφια και κακοτράχαλα μονοπάτια, κουβαλούσε
ότι εμπόρευμα του ανέθεταν. Το αγώγειο φτηνό, ίσα που έφτανε να ζήσει την
οικογένεια του. Αλλά αυτός πείσμα για να τους ζήσει όσο καλύτερα, δούλευε
σκληρά, δυσανάλογα με τις αντοχές και τις σωματικές του δυνάμεις μέχρι τέλους
του βίου του.