Ο ΡΑΦΤΗΣ

Ο Αντρέας Πισσούριος όταν ήταν μικρό παιδάκι, για την σταδιοδρομία του ο πατέρας του αποφάσισε πως έπρεπε να τον μάθει μια τέχνη ελαφριά που να μην κουράζεται όπως ο ίδιος και να γεράσει γρήγορα από τα βάσανα. Σκέφτηκε λοιπόν όλες τις τέχνες, και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η τέχνη του ράφτη ήταν καθαρή και ξεκούραστη δουλειά. Είχε ένα κουμπάρο τον Χαμπή τον Λαούρη ράφτη στο επάγγελμα, που είχε ένα ραφείο στο Κτήμα. Μαζί κανόνισαν, και φώναξαν τον νεαρό Ανδρέα, και του είπαν πως αρχινά δουλειά μαθητευόμενου ράφτη. Χωρίς να φέρει αντίρρηση ο μικρός, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε να δουλεύει. Καθημερινά πηγαινοερχόταν περπατητός αγόγγυστα τη μακρινή απόσταση μέρες μήνες και χρόνια.
Μαθήτευσε περισσότερο από δέκα χρόνια, και όταν πλέον καλά ενηλικιώθηκε και έπρεπε να παντρευτεί καθώς του προξένεψαν μια όμορφη κοπέλα, άνοιξε δικό του ραφείο.  
Σήμερα ο Ανδρέας Πισσουριος σε ηλικία περισσότερη των 80 ετών στέκει καλά στην υγεία του, και ακόμα έχει το δικό του ραφείο το οποίο ανελλιπώς κάθε πρωί ανοίγει, και ανελλιπώς εργάζεται εξασκώντας την τέχνη του. Και κάθε δείλι ανελλιπώς, κάθεται στο καφενείο και ρεμβάζει κάτω μακριλα τη θλαλασσα που χρυσίζει καθώς βουττά ο ήλιος, ή κουβεντιάζει με το φίλο του τον Χρύσανθο και άλλους χωριανούς. Και αναπολώντας τα περασμένα, κάποιες φορές σκέφτεται πως ο πατέρας του είχε δίκαιο που αποφάσισε να τον στείλει σε τέχνη ξεκούραστη ώστε να μην γεράσει και να πεθάνει γρήγορα από τα βάσανα μιας σκληρής δουλειάς.
 
Ο ράφτης είναι ένα επάγγελμα που σχεδόν έχει εκλείψει παντελώς, σε αντίθεση πριν λίγες δεκαετίες που ανθούσε σε μεγάλο βαθμό.
Τα ραφεία είναι μικρές κάμαρες, καθώς δεν χρειάζονται πολύ χώρο για να λειτουργήσουν. Μέσα υπήρχαν στοιβαγμένα σε ράφια μερικά τόπια υφασμάτων για να διαλέγει ο πελάτης. Τα εργαλεία του ράφτη είναι ένας πάγκος όπου πάνω σχεδιάζει και σιδερώνει τα κοστούμια που ράβει με ένα βαρύ σιδερό και ένα γάρο (σιδερωστρα), μια μεζούρα, ένα τρίγωνο και ένα μεγάλο ψαλίδι, κιμωλίες για να τραβά τις γραμμές, δαχτυλήθρες και ένα καρφιτσερό με καρφίτσες, βελόνες, και οπωσδήποτε η μηχανή ραψίματος.
Ο ράφτης έπρεπε να παρακολουθεί μέσα από περιοδικά τη διεθνή μόδα και να ενημερώνει, αλλά και να καθοδηγεί τους πελάτες ποια γραμμή και μόδα να διαλέξουν για τα ρούχα τους. Έραβαν μόνο αντρικά ρούχα, και αφού έπαιρναν τα μέτρα του πελάτη, ξεκινούσαν το ράψιμο. Τα παντελόνια έπαιρναν λίγο καιρό, αλλά τα σακάκια ήθελαν από μερικές μέρες μέχρι μήνα, και χρειαζόταν κατά τη διάρκεια του ραψίματος, ο πελάτης να επισκεφτεί το ραφείο μερικές φόρες για πρόβα.
Έπρεπε να ράβουν ρούχα καλοραμμένα που να ταιριάζουν στον πελάτη, ανάλογα με το βάρος και το ύψος. Ένας καλός ράφτης ξεχώριζε από την ομορφιά και τη γραμμή που έδινε στα ρούχα.
Όπως και στην εποχή μας, και παλιότερα υπήρχαν ράφτες υψηλής ραπτικής που έπαιρναν πολλά χρήματα. Υπήρχαν μερικοί που πήγαιναν και μαθήτευαν στην Αθήνα, και επιστρέφοντας ονόμαζαν τα μαγαζιά τους Αθηναϊκά ραφεία, και έραβαν ακριβά υφάσματα για πλούσιους και άρχοντες.