Ο ΤΣΑΜΠΑΣΗΣ (Ζωέμπορος)

Τζαμπάζης ήταν ο έμπορος ζωντανών μεγάλων ζώων κυρίως μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων, βοϊδών αλλά και αιγοπροβάτων.  Τα ζώα τα αγόραζαν και τα μεταπουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με άλλα καλύτερα ή υποδεέστερα με καταβολή διαφοράς σε χρήματα, με τελική κατάληξη τη μεταπώληση όταν εύρισκαν συμφέρουσα τιμή, ή απλά πληρώνονταν για τη μεσητεία τους.
Στην κύπρο από παντα, οι περισσοτεροι κατοικοι ειχαν κυρια ασχολια την γεωργία και την κτηνοτροφια.
Ο τόπος αποτελούσε έναν μεγάλο βοσκότοπο για τα ποίμνια των κατοικων, ως εκ τουτου πολλοι ησαν οι βοσκοι κυριως προβατων και αιγων.

Τις αγοραπωλησίες των ζώων λοιπον, αναλάμβαναν οι ζωέμποροι, που ονομάζονταν και "τσαμπάσηδες". Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών. Εκτός από τους ντόπιους ζωέμπορους, την περιοχή επισκέπτονταν τότε και μεταπράτες από ολη την κυπρο, για να διαπραγματευτούν με τους ντόπιους την αγοραπωλησία ζώων.


Στη Χλώρακα δεν υπήρχε ζωέμπορος, αλλά επειδή ήταν αναγκαίος ένεκα της ανεπτυγμένης κτηνοτροφίας που υπήρχε είτε επαγγελματικά, αλλά είτε καθώς κάθε οικογένεια εξέτρεφε ζώα όπως λο0ττα (γουρούνα που γεννούσε), είτε αίγιες (κατσίκες που έδιναν γάλα και γεννούσαν ρίφια), κάποιος κάτοικος πάντα μεσολαβούσε ώστε να φέρνει ξένους ζωέμπορους για να πραγματεύονται αγοραπωλησίες κυρίως γουρουνιών και αιγοπροβάτων. Αυτή την μεσιτεία ανάμεσα στους εμπόρους και στους παραγωγούς επ’ αμοιβή, έκανε εν πρώτοις, ο Γιώρκας, και ακολούθως όταν γέρασε, ο Νικολής Αριστοδήμου, και δυο άνθρωποι επιτήδειοι στο επάγγελμα. Για πολλά χρόνια τις δεκαετίες  ’60 έως  ‘80,  ταχτικός τσάμπασης που επισκεπτόταν την κοινότητα, ήταν ο Βελισσάριος από τη Λετύμπου, που εμπορευόταν μόνο μικρούς σιοίρους  (χοίρους), γι αυτό τον αποκαλούσαν σιοιριάρη.

Ο ΧΕΙΡΟΠΡΑΚΤΗΣ, ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ

Τα παλιότερα χρόνια, σε κάποια τυχερά μέρη, υπήρχε και ένας πρακτικός γιατρός ή και μαμμή. Δεν ήτανε σπουδασμένοι αλλά άνθρωποι απλοί, που είχαν το χάρισμα και τη θέληση να θεραπεύουν τους άρρωστους, και να ξεγεννούν τιε έγγυες γυναίκες.
Ο πρακτικός γιατρός, έπρεπε πρώτα να έχει το χάρισμα να θεραπεύει, αλλα και γνώσεις ιδίως ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς και των ζώων, αφου θεραπευαν και τα ζώα.
Από σπασμένο πόδι ή χέρι μέχρι στραμπούλιγμα και νευροκαβαλίκεμα τα γιάτρευαν. Ασθένειες των μικρών παιδιών, ίκτερο, πίεση, ανορεξία και όσα παίδεύαν τους ανθρώπους. Δια της επαφής ή με κατάλληλες κινήσεις των χεριών τους, ή με φυσικά βότανα και αλοιφές καθώς και διάφορα γιατροσόφια, θεραπευαν τους ασθενεις, ενώ σπάνια δέχονταν αμοιβή ή δώρα από όσους θεράπευαν.
Η φήμη τους ήταν απλωμένη παντου, σε περίχωρα αλλα και σε μακρινά μέρη, και όλοι τους εκτιμούσαν και τους αγαπούσαν. Είχαν μεγάλο κύρος στους άλλους ανθρώπους, και υπόληψη από αυτούς.
Το χωριό της Χλώρακας είχε την τύχη κατά τον περασμένο αιώνα, να εχει μαμμού, αλλά και χειροπράκτη γιατρό. Ήταν η Χατηελενούνα για την οποία γράψαμε σε άλλο κεφάλαιο, και ο Αγησήλαος χατζηγιάννης, τον σπουδαιότερο ίσως ανά την Κύπρο χειροπράκτη γιατρό.

Ο Αγησίλαος Χ'Γιάννη  φημισμένος χειροπράκτης ορθοπεδικός των παλαιών χρόνων.
Με την τέχνη του οδηγούσε τους ανθρώπους στην ανακούφιση από τον πόνο καθώς μπορούσε να θεραπέυει σπαμενα και ταραμένα κόκκαλα ή μυοπάθειες.
Γεννήθηκε στο χωριό Τάλα, της επαρχίας Πάφου, το 1903. Ο πατέρας του, Γιάννης Χ'Γιάννης, ξενιτεύτηκε από μικρός στη Μ.Ασία, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι που πήγαιναν εκεί για να εργαστούν λόγω της πλούσιας γεωργικής καλλιέργειας. Στον ελεύθερο χρόνο που είχε μάθαινε την τέχνη του χειροπράκτη ορθοπεδικού. Όταν επέστρεψε πίσω στη Κύπρο και συγκεκριμένα στην Τάλα της Πάφου, ασχολήθηκε με τη γεωργία, ενώ παράλληλα ασκούσε και την τέχνη την οποία έμαθε στη Μ.Ασία.
Την πρώτη επαφή με την τέχνη του χειροπρά­κτη ορθοπεδικού ο Αγησίλαος την έκανε μια μέρα του 1920 όταν επισκέφτηκε ένας ασθε­νής τον πατέρα του, ο οποίος είχε βγάλει τον ώμο του και υπέφερε πολύ. Ο πατέρας του Αγησίλαου άρχισε να τον περιποιείται αλλά έδειχνε να δυσκολεύεται. Τότε ο Αγησίλαος που κρυφοκοίταζε από τη μισάνοιχτη πόρτα φώναξε του πατέρα του:«Εν λάθος που μασιέ­σαι να το βάλεις». Ο πατέρας του κάπως θυμω­μένα του είπε:«Έλα δα ρε, εσού, πΥ να μου παίξεις τζαι τον μάστρον». Ετσι, ο Αγησίλαος πλησίασε τον ασθενή και με μία μόνο κίνηση, έβαλε τον ώμο στην θέση του. Ο πατέρας τον ρώτησε πως γνώριζε την τέχνη, και αυτός του απάντησε πως τον παρακολουθούσε κρυφά και έμαθε.
Ο Αγησίλαος ήρθε στη Χλώρακα γύρω στο 1930, όπου νυμφεύτηκε τη Μαρία Νικολάου και μαζί απέκτησαν εννέα παιδιά. Κύρια ασχολία του ήταν η γεωργία, όμως ασκούσε και την τέχνη που κατάφερε να μάθει από τον πατέρα του.
Ασκούσε την τέχνη του χειροπράκτη ορθοπε­δικού σε μια εποχή που δεν υπήρχαν επαγγελ­ματίες ορθοπεδικοί και όταν αργότερα εμφανί­στηκαν ήταν ελάχιστοι. Είχε φοιτήσει μέχρι την τρίτη γυμνασίου, παρόλα αυτά γνώριζε άριστα την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, αφού εκτός από την Ανθρωπολογία που διδάχτηκε στο γυμνάσιο μελέτησε και άλλα ιατρικά συγγράμματα, που πιθανόν είχε φέρει ο πατέρας του από τη Μ. Ασία.
Ο Αγησίλαος δεν θεράπευε τους ασθε­νείς του μόνο με τις γνώσεις του. Εξέπεμπε μια αύρα γαλήνης και ηρεμίας, και ενέπνεε στον ασθενή εμπιστοσύνη και εκεί που του μιλούσε, με μια απότομη κίνηση και με άγγιγμα που έμοιαζε αγγελικό, τον ανακούφι­ζε από τον πόνο. Μόλις έβλεπε τον ασθενή καταλάβαινε αμέσως από τι πάσχει και πως το έπαθε. Πολλοί πιστεύουν πως η ικανότητα του αυτή ήταν θεόσταλτη. Το ταλέντο αυτό το εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφού πάντοτε πρόσφερε πς υπηρεσίες του στον συνάνθρωπο του, χωρίς ποτέ να ζητάει χρήματα.

Η φήμη του πολύ γρήγορα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Κύπρο. Μια φορά ήρθε ένας Τουρκοκύπριος ο οποίος έφερε τη γυναί­κα του, που είχε στραβώσει η σιαγόνα της. Προτού τη φέρει στη Χλώρακα είχε επισκεφθεί αρκετούς γιατρούς όμως όλοι σήκωναν τα χέρια ψηλά. Είχε μάλιστα βάλει ολόκληρη την περι­ουσία του υποθήκη και ετοιμαζόταν να την πάρει στη Γερμανία για θεραπεία. Μόλις την είδε ο Αγησίλαος την πλησίασε και με μια μόνο κίνηση την θεράπευσε. Αμέσως διάταξε να της φέρουν νερό. Η γυναίκα έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε όπως να ήταν ο θεός της. Ο άντρας της τον αγκάλιασε κι γεμάτος χαρά του είπε να του φέρει μία αγελάδα για δώρο. Ο Αγησίλαος όμως δεν δέχτηκε. Μια άλλη φορά τον κάλεσαν σε ένα Τουρκοκυ­πριακό σπίτι για να θεραπεύσει ένα παιδάκι, που είχε σοβαρό ατύχημα με τον ιμάντα του αλευρόμυλου. Οι γονείς του, τον πήραν πρώτα στην Λευκωσία, όμως όλοι οι γιατροί τον είχαν ξεγραμμένο. Σχεδόν όλα τα κόκαλα του ήταν σπασμένα. Όταν πήγε στο σπίτι τους, ο Αγησί­λαος ρώτησε τους γονείς του παιδιού αν τρώει . Η απάντηση τους ήταν θετική και τότε τους λέει : «Μεν φοάστε, τα κόκαλα εν δουλειά δική μου». Τύλιξε με επιδέσμους το παιδί πάνω στο κρεβάτι και το είχε ακινητοποιημένο για ένα μήνα. Το δέσιμο που του έκανε δεν ήταν τυχαίο και έτσι σε ένα μήνα το παιδί έγινε καλά.
Μόλις είχαν τελειώσει οι μάχες του Μουττάλλου τον Μάρτη του 1964, ένας Τουρκοκύπριος τηλεφώνησε στο κοινοτικό τηλέφωνο της Χλώρακας και ζήτησε να πουν στον Αγησίλαο να πάει στον καφενέ του Μουττάλλου, γιατί ένας μικρός είχε βγάλει τον ώμο του. Εν τω μεταξύ όλοι ήταν ακόμη πανικόβλητοι από τις μάχες. Ο Αγησίλαος όμως δε'ν φοβόταν γιατί ήξερε πως οι Τουρκοκύπριοι τον εκτιμούσαν. Οταν έφτασε στην πλατεία του Μουττάλλου τον περικύκλωσαν εκατοντάδες οπλισμένοι Τουρκοκύπριοι. Τότε ένας αξιωματικός παρα­μέρισε τον όχλο ,τον άρπαξε πάνω του και τον φιλούσε. Επειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε «Τούτος δαμαί έσωσε μου την ζωή». Ο αξιωματικός αυτός ήταν το παιδάκι που είχε το ατύχημα με τον ιμάντα του αλευρόμυλου. Ο Αγησίλαος σύχναζε σε ορισμένα στέκια, που όλοι γνώριζαν και πήγαιναν εκεί να τους προ­σφέρει τις υπηρεσίες του. Πολλές φορές φτω­χοί άνθρωποι, κατέβαιναν από τα χωριά, για να τους θεραπεύσει και τον έβρισκαν συνήθως στην Περβόλα. Ο καλοσυνάτος αυτός άνθρω­πος λυπόταν να τους πάρει λεφτά και πολλές φορές έβγαζε από την τσέπη του χρήματα για να τους πληρώσει τα αγώγια. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο Αγησίλαος ήταν βανούκες, βλαμπάτσες (ασπράδι αβγού ανακατεμένο με πράσινο σαπούνι), μαξιλαρά­κια, χαρτόνια, και γρόσια για τους όγκους. Επίσης, πολλά άτομα των ανώτερων κοινωνι­κών στρωμάτων επισκέπτονταν τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο. Ένας κύριος είχε φέρει τη σύζυγο του που είχε ατύχημα στο χέρι. Όταν τελείωσε ο Αγησίλαος τους είπε πως δεν θέλει λεφτά. Ο κύριος όμως άφησε λεφτά πάνω στο τραπέζι χωρίς να τον δει ο Αγησίλαος. Λίγο καιρό αργότερα οι ορθοπεδικοί της Πάφου τον πήραν στο δικαστήριο, γιατί τους «έτρωγε» το ψωμί τους όπως υποστήριζαν. Στη .δίκη έκπλη­κτος ο Αγησίλαος παρατήρησε πώς ο δικαστής ήταν ο κύριος που λίγο καιρό πριν θεράπευσε τη γυναίκα του. Ο δικαστής απλώς τον ρώτησε «Είναι αλήθεια κύριε Αγησίλαε ότι παίρνεις λεφτά από τους ασθενείς σου;» «Όχι.» του απάντησε ο Αγησίλαος και ο δικαστής χαμογε­λώντας δεν έδωσε συνέχεια στην υπόθεση. Μια άλλη φορά όμως τον ξαναπήραν δικαστή­ριο οι ορθοπεδικοί και αναγκάστηκε να πληρώ­σει βαρύ πρόστιμο. Ο κόσμος όμως που τον υπεραγαπούσε δεν τον άφησε μόνο σε αυτή τη δύσκολη στιγμή και με εράνους που έγιναν, βοήθησαν στην αποπληρωμή του προστίμου. Ο Αγησίλαος όμως, είχε πληγωθεί πάρα πολύ και «ορκίστηκε» πως δεν θα ασχοληθεί ξανά με την τέχνη του. Δεν άντεξε όμως για πολύ. Ο κόσμος που υπέφερε έκανε ουρές έξω από το σπίτι του. Η ευαισθησία του και η ανθρωπιά του παραμέρισαν τον εγωισμό του και άνοιξε πάλι το σπίτι του για τους ασθενείς. Ο Αγησίλαος δεν θεράπευε μόνο ανθρώπους αλλά και ζώα. Σχεδόν όλοι οι παλιοί ασχολού­νταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα βόδια και τα γαϊδούρια ήταν απαραίτητα για τον κάθε αγρότη. Όπως γνώριζε την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, έτσι γνώριζε και την ανατομία του σώματος των ζώων. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξα­κολουθούσε να δέχεται ασθενείς στο σπίτι του. Όταν αρρώστησε βαριά από βρογχοπνευ-μονία και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο για περίθαλψη μια κυρία πέρασε για να του ευχη­θεί περαστικά. Αυτός όμως συνηθισμένος από την τέχνη του, έπιασε το χέρι της, το έσφιξε και μετά της λέει:«Εν μια χαρά το σιέριν σου. Εν έσιει τίποτε».
Η μεγάλη αυτή μορφή της Χλώρακας έσβησε τον Οκτώβρη του 1985, όχι όμως και από τις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι ήξεραν πολύ καλά πώς ο Αγησίλαος ό,τι έκανε δεν το έκανε επειδή κατείχε κάποιες γνώσεις, αλλά επειδή ήταν γεννημένος γι' αυτή την τέχνη.

(Οι πληροφορίες  είναι παρμένες από τον εγγονό του Δρ. Ιωάννη Χριστοδού­λου, ορθοπεδικό στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου)

Ο ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ


Στη Χλώρακα το επάγγελμα του μελισσοκόμου έλαβε μεγάλης χρήσης στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, όταν υπεύθυνος του Συνεργατισμού ανέλαβε ο ομοχώριος Ανδρέας Αζίνας, ο οποίος ως εκ της θέσεως του παρότρυνε και βοηθούσε τους χωριανούς να ασχολούνται με επαγγέλματα παρεμφερή με τη φύση, όπως γεωργία και κτηνοτροφία.
Κατ’ αρχάς ως κοινότητα υπό την επίβλεψη της εκκλησίας, έφτιαξαν ένα μεγάλο μελισσοκομείο στον περίγυρο της εκκλησίας της Χρυσοαιματούσης και της Χρυσελαιούσης, αλλά σε λίγο καιρό απομάκρυναν τις κυψέλες, καθώς ήταν πέριξ του νεκροταφείου, και κάποιοι σκέφτηκαν πως δεν ήταν σωστό οι μέλισσες να παίρνουν γύρη από τα λουλούδια α του νεκροταφείου.
Έτσι έκλεισαν το μελισσοκομείο, και τα μελίσσια διαμοιράστηκαν σε ορισμένους κατοίκους που θέλησαν να ασχοληθούν μ’ αυτό το επάγγελμα.
Εγώ μικρός τότε, θυμάμαι μελισσοκομείο να είχε ο Παπάκωστας, που μετά απ’ αυτόν, ανέλαβε ο γιος του Ανδρέας, αργότερα Παπανδρέας. Είχε τοποθετήσει τις κυψέλες πίσω από το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, σε μια καυκάλλα γεμάτη δρύες, σχοινιές, θρουμπιά και μαζιά, ενώ από κάτω στον γκρεμμό που υπήρχε, ήταν η περιοχή των Κλούνων, μια μικρή κοιλάδα με τρεξιμιά νερά και οργιώδη άγρια βλάστηση, ιδανικός τόπος για να βρίσκουν τροφή οι μέλισσες.
Ενθυμούμαι καλώς τον Παπάνδρεα, όταν τα απογεύματα με τη στολή του που έμοιαζε όπως του αστροναύτη αλλά σε τετράγωνο σχήμα, κάπνιζε με το καπνιστήρι για να ναρκώσει τις μέλισσες είτε για να τις τσεκάρει, είτε για να τις ταΐσει, ή όταν τέλος, για να πάρει τις κερήθρες να βγάλει το μέλι. Μα όσο και να τις κάπνιζε, πολλές δεν ναρκώνονταν, και κατά πολλές ορμούσαν και μας τσιμπούσαν.
Θυμάμαι ακόμα τον εξαγωγέα μελιού, ένα ειδικό βαρέλι με μηχανισμό και θέσεις όπου έμπαιναν οι κερήθρες, και ύστερα με μια μανέλα, τις γυρνούσαμε. Ένεκα του μηχανισμού, γύριζαν με μεγάλη ταχύτητα και τοιουτοτρόπως το μέλι έβγαινε και έσταζε στον πάτο του βαρελιού, όπου υπήρχε βρύση και το μαζεύαμε.

Η εργασία της μελισσοκομικής, γίνεται στην ύπαιθρο, ενώ το επάγγελμα είναι εποχιακό. Πολλά άτομα ασχολούνται ερασιτεχνικά με τη μελισσοκομία διατηρώντας μικρό αριθμό κυψελών.
Ο μελισσοκόμος ασχολείται με την εκτροφή μελισσών, ώστε αυτές να παράγουν κυρίως μέλι, και βασιλικό πολτό. Συντηρεί και επισκευάζει τις κυψέλες, και τοποθετεί καινούργιες όταν ο πληθυσμός τους μεγαλωνει. Βάζει πρόσθετη τροφή στις κυψέλες για να συντηρηθούν οι μέλισσες την περίοδο του χειμώνα, ελέγχει την υγεία του σμήνους και συλλέγει το μέλι, αφήνοντας όμως και κάποια ποσότητα ως τροφή για τις μέλισσες.
Οι εποχές με τις περισσότερες εργασίες για το μελισσοκόμο, είναι η άνοιξη και το καλοκαίρι, γιατί γίνεται η συγκομιδή του μελιού. Το χειμώνα και το φθινόπωρο γίνονται εργασίες συντήρησης και προστασίας του σμήνους.
Ο μελισσοκόμος χρησιμοποιεί διάφορα μέσα για την προστασία από τα τσιμπήματα των μελισσών, όπως μάσκα και στολή, καπνιστήρι για να ναρκώνει τις μέλισσες ώστε να μπορεί να εργάζεται ελεύθερα χωρίς να τον τσιμπούν, καθώς και όργανα για την εξαγωγή του μελιού από τις κερήθρες.
Για την ενασχόληση αυτή, είναι σημαντική η απόκτηση εμπειρίας και η εκπαίδευση πάνω στη μελισσοκομία. Το επάγγελμα του μελισσοκόμου προϋποθέτει αγάπη για τη φύση. Η ικανότητα αντίληψης για την εύρεση καλών τοποθεσιών για τα σμήνη είναι χρήσιμη, ενώ απαραίτητη είναι η επιδεξιότητα καθώς και η ικανότητα για τον προσδιορισμό της τροφής που πρέπει να μείνει στις κυψέλες μετά την συγκομιδή του μελιού.
Ορισμένες φορές οι μετακινήσεις των κυψελών είναι απαραίτητες, σε περιοχές με καλύτερη ανθοφορία στα φυτά, ώστε οι μέλισσες να βρίσκουν περισσότερη τροφή κυρίως από γύρη συγκεκριμένων φυτών, όπως του θυμαριού, από το οποίο παράγεται μέλι καλής ποιότητας.
Πρόκειται για ένα καλό επάγγελμα, γιατί για το μέλι και τα προϊόντα του, υπάρχει ζήτηση στην αγορά.

Επειδή το επάγγελμα είναι εποχιακό, πολλοί μελισσοκόμοι εξασκούν παράλληλα και άλλες εργασίες, συνήθως γεωργικές.