ΟΙ ΒΙΟΛΑΡΗΔΕΣ


Οι Έλληνες διατήρησαν μέσα στους αιώνες που πέρασαν την παραδοσιακή τους μουσική. Οι Κύπριοι με ίδια εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία και πολιτισμό, διατήρησαν και αυτοί το ίδιο τη δική της μουσική κληρονομιά. Μέσα από τους διάφορους κατακτητές Πέρσες, Φοίνικες, Πτολεμαίους, Ρωμαίους, Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους, Άγγλους, κατάφεραν να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους, τη κουλτούρα τους και τη μουσική τους η οποία κατ αρχάς διαδόθηκε από στόμα σε στόμα από καλλίφωνους και ιεροψάλτες. Ακολούθως μέσα από τις ανάγκες επιβίωσης, διάφοροι τραγουδιστές έμαθαν να παίζουν διάφορα όργανα που τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερα βιοποριστικά επαγγέλματα. Με τον καιρό επικράτησε το βιολί ως σολίστικο όργανο, και το λαούτο ως συνοδευτικό.
Τη μουσική τους κυρίως την έπαιζαν σε γάμους, καθ ότι αυτή αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του μυστηρίου. Τους παλιούς καιρούς ο γάμος στη Χλώρακα διαρκούσε τρεις ημέρες. Από το Σάββατο μια μέρα πριν το γάμο, οι βιολάρηδες ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης δίνοντας το επίσημο κάλεσμα για τους άλλους χωριανούς να κοπιάσουν και να ξεκινήσουν το στρώσιμο του κρεβατιού. 
Την ημέρα του γάμου οι μουσικοί έπαιζαν για το στόλισμα της νύφης και το ξύρισμα του γαμπρού. Ακολούθως με μουσική τους συνόδευαν στην εκκλησία όπου η νύφη παραδιδόταν στο γαμπρό. Μετά την τελετή στο σπίτι της νύφης όλοι διασκέδαζαν και χόρευαν υπό τη συνοδεία των Μουσικών. Επειδή τον παλιό καιρό δεν υπήρχαν πολλών ειδών διασκέδασης, σε κάθε γάμο οι καλεσμένοι δεν είχαν όρεξη να εγκαταλείψουν το γλέντα. Έτσι όταν η ώρα προχωρούσε ως τις πρωινές, ο Βιολάρης έπαιζε το τραγούδι του πολογιαστού, οπότε όλοι αναγκαστικά έφευγαν και αφήναν το αντρόγυνο μόνο του. Τη Δευτέρα του γάμου το σούρουπο, ο κόσμος μαζευόταν στην αυλή του αντρογύνου και διασκέδαζαν ακούοντας μουσική και χορεύοντας για να γιορτάσουν το πρώτο σμίξιμο του ζευγαριού. Όταν νύχτωνε με τη συνοδεία της μουσικής, η νύφη και ο γαμπρός άνοιγαν το χορό ενώ οι συγγενείς και οι καλεσμένοι καρφίτσωναν επάνω στα ρούχα τους χρήματα ή κοσμήματα, και σε ένα πιάτο πλούμιζαν τους βιολάρηδες με μικρά νομίσματα.

 Η κοινότητα της Χλώρακας ευτύχισε να έχει μερικούς σπουδαίους επαγγελματίες Βιολάρηδες που άφησαν εποχή. Γυρνώντας στα πανηγύρια και σε γάμους στα περίχωρα, αλλά και σε άλλες επαρχίες που τους καλούσαν, απέκτησαν μεγάλη φήμη και ακόμα μέχρι τις σημερινές μέρες αν και έχουν παρέλθει πολλά χρόνια από το θάνατο τους, πολλοί τους ενθυμούνται και τους συναφέρνουν. Με σειρά γεννήσεως ήσαν οι Αντωνής Βλόκκος που γεννήθηκε το 1905, ο Χαμπής Βασιλούης το 1930, ο Παναής Παναή το 1935, και ο Νικόλας Βλόκκος υιός του πρώτου ο οποιος σήμερα σε μεγάλη ηλικία πλέον, έχει σταματήσει να εργάζεται την όμορφη τέχνη της μουσικής την οποίαν κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, πραγματικώς έχει προάγει σε ύψιστο βαθμό.
Ήταν όλοι άνθρωποι απλοϊκοί μεροκαματιάρηδες που για να ζήσουν τις οικογένειες τους έκαναν και διάφορες άλλες δουλειές. Είχαν όμως εντός του έμφυτο το μεγάλο ταλέντο της μουσικής που τους έκανε ξεχωριστούς και φημισμένους στην κοινωνία.
Ταξίδευαν συχνά προσκεκλημένοι σε γάμους, πανηγύρια, και κάθε λογής συνάξεις της εποχής σε όλη την Κύπρο, σε Τούρκικα ή μιχτά χωριά όπου συναπαντιόνταν με Τουρκοκύπριους οργανοπαίχτες, και επηρεασμένοι από ανατολίτικους ρυθμούς έσμιγαν τους πατροπαράδοτους με τους ξενόφερτους ρυθμούς, ομορφαίνοντας και εμπλουτίζοντας τοιουτοτρόπως την απόδοση της μουσικής τους και 
Δίνοντας της ένα διαφορετικό ηχόχρωμα, έτσι ως πρωτεργάτες καθιέρωσαν την κυπριακή μουσική στη σημερινή της μορφη. Ήσαν όλοι σπουδαίοι βιολάρηδες που συνέβαλαν στην διάδοση της παραδοσιακής μουσικής του τόπου. Κοντά τους μαθήτευσαν αρκετοί μουσικοί που συνέχισαν το έργο τους.


Η ΜΑΜΜΗ

ΕΛΕΝΟΥΑ Η ΜΑΜΜΗ 

Από καταβολής κόσμου υπάρχουν οι γυναίκες που ξεγεννούν τα μωρά, γιατί είναι δύσκολο να επιβιώσει ένα νεογέννητο παιδί που το ξεγεννά μόνη της η μητέρα. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός, δίπλα στην Παναγία υπήρχαν δυο μαμμές όπως γράφει στο ευαγγέλιο του ο Ιάκωβος. Στην εποχή του μεσαίωνα οι μαμές κατηγορήθηκαν για μαγεία και κυνηγήθηκαν από την Ιερά εξέταση, ενώ η καθολική εκκλησία απαιτούσε από τις μαμές να είναι βαφτισμένες χριστιανές.

Η μαμή στα όνειρα είναι καλός οιωνός. Εάν στον ύπνο σας δείτε μία μαμή να ξεγεννά κάποιο μωρό, θα μπορέσετε να διώξετε τα βάρη που σας ενοχλούν, και ευχάριστα γεγονότα θα τα διαδεχθούν.

Ως εκ τούτου όλοι τη θεωρούσαν αναγκαία στη ζωή τους αλλά και καλό ποδαρικό, γιατί εκτός από μια καινούργια ζωή σε μια οικογένεια, έφερνε και χαρά σε όσους την ονειρεύονταν, καθώς πίστευαν οι παλαιοί άνθρωποι.

Στα παλιά χρονιά λοιπόν που η φτώχεια ήταν μεγάλη, μια μαμμού αμειβόταν καλύτερα εν συγκρίσει με άλλα επαγγέλματα, άσχετα αν η πληρωμή της ήταν σε είδη όπως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ή και ρούχα.

Μια φημισμένη μαμμού ζούσε στα παλιά χρόνια στη Χλώρακα. Ήταν η Ελενούα που έζησε πολλά χρόνια μέχρι πολύ βαθιά γεράματα, και για δεκαετίες επέβλεψε πολλές εγκυμοσύνες και ξεγέννησε όλα τα μωρά της κοινότητας. Γι αυτό όλοι την σέβονταν, και εγώ που μόλις την ενθυμούμαι, την φέρνω στη μνήμη μου σαν μια σεβάσμια γριά που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από όλους τους χωριανούς. Ολοι είχαν να πουν μια ιστορία για την γριά μαμμού, και όλοι την θεωρούσαν δεύτερη μάνα, αφού η μάνα τους γέννησε, και η μαμμού τους ξεγέννησε.  

Η ΧαζιηΕλενούα είναι η μάνα της Στασιάς του Μωυσή. Κατάγεται από την οικογένεια Σιαμμάς, μιας από τις μεγαλύτερες και αρχαιότερες οικογένειες της Χλώρακας. Εκτός από νοικοκυρά, εξασκούσε και το επάγγελμα της μαμμούς, ένα δύσκολο επάγγελμα που χρειαζόταν τεχνική, ελαφρύ χέρι και ιατρικές γνώσεις. Ήταν η γυναίκα που βοηθούσε τις έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τη γέννα. 

Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων οι άνθρωποι ανάβουν κάρβουνα και θυμιατίζουν το σπίτι, γιατί οι καλικάντζαροι καιροφυλακτούν γύρω για να φάνε τους ανθρώπους. Το έθιμο αυτό προήρθε από μια ξεγέννα της Ελενούας  της μαμμής, όταν μια κρύα νύχτα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων την κάλεσαν να πάει να ξεγεννήσει μια γυναίκα η οποία ήταν μια μεταμφιεσμένη Καλικαντζαρίνα.

Όταν έφτασε στο σπίτι της είδε δίπλα της κάποια ανθρωπάκια να χορεύουν και να λέγουν,

-αν είναι αγόρι χαρά στη μαμμή, αν είναι κορίτσι κατύσιη της μαμμής.

Τα ανθρωπάκια ήταν Καλικάντζαροι και κατά πως λέγουν οι παλιοί, επιθυμούσαν οι γυναίκες τους πάντα να γεννούν αρσενικά καλικαντζαράκια. ‘Όταν λοιπόν γενιούνταν αρσενικά έδιναν αμοιβή στην μαμμή κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα μετατρέπονταν σε χρυσά, και όταν ήταν θυληλά της έδιναν χρυσά κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα μετατρέπονταν σε ξερά συνιθισμένα φύλλα.

Η έγκυος γέννησε και έκανε κορίτσι. Η μαμή επειδή φοβήθηκε τα λόγια που άκουσε, για να τους ξεγελάσει έβαλε στο μωρό δυο μικρούλια κουβάρια νήμα και φάσκιωσε το μωρό. Τα ανθρωπάκια ξεγελάστηκαν, της γέμισαν την ποδιά με κρομμυόφυλλα και άφησαν την γριά μαμμού να φύγει. Όταν όμως ύστερα από λίγο διαπίστωσαν πως πιάστηκαν αφελείς, πήγαν στο σπίτι της μαμμούς να την τιμωρήσουν και να πάρουν πίσω τα χρυσά.

Όμως αυτή προνοητική και πονηρή, κλείδωσε τις πόρτες και άναψε κάρβουνα στο τζάκι και έριξε πάνω φύλλα ελιάς και θυμιατά καθώς και τα κρομμυόφυλλα, έτσι όλη νύχτα οι καλικάντζαροι δεν μπόρεσαν να μπουν στο σπίτι ώσπου έφεξε ο ήλιος, και αναγκαστικά τρύπωσαν και χάθηκαν μέσα στη γη όπου είναι καταδικασμένοι αιώνια να ζουν. Από τότε οι άνθρωποι πήραν το έθιμο από τη μαμμού και τακτικά καπνίζουν με το θυμιατήρι ώστε να φεύγει πάσα κακό.

‘Όταν ξημέρωσε η γριά μαμμού βρήκε ένα εναπομείναν κρομμυόφυλλο που σκάλωσε στην ποδιά της και είχε μετατραπεί σε χρυσό, έτσι από τη μια μαράζωσε που έκαψε τα άλλα, από την άλλη χάρηκε που γλύτωσε η ζωή της από τους Καλικάντζαρους.


Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ

Οι Άνθρωποι για να επιβιώσουν μάθαιναν  να εργάζονται σκληρά, και επέλεγαν επαγγέλματα σύμφωνα με τις διαθέσεις, τις δυνάμεις, τις βλέψεις και τις επιθυμίες τους. Ρίχνοντας μια ματιά στα παλαιά επαγγέλματα, θα γνωρίσουμε τις δυσκολίες που είχαν στην ανεύρεση ενός συμφέροντος  επαγγέλματος.  θα διαπιστώσουμε και θα θαυμάσουμε την επινοητικότητά τους για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν αυτά που τους έδινε η φύση. Θα δούμε κάποιους χαρισματικούς με υπερφυσικά προσόντα όπως μυϊκή δύναμη και υπεράνθρωπη αντοχή να γίνονται παλαιστές και να επιδεικνύουν τα προσόντα τους, και γνωρίζοντας την ανάγκη του λαού να θαυμάσει κάθε υπεράνθρωπο, έδιναν παραστάσεις πάλης και επίδειξης άλλων κατορθωμάτων που μόνο αυτοί μπορούσαν να επιτύχουν. Και ήταν πράγματι μεγάλα τα κατορθώματα τους, τόσο που η φαντασία του απλού λαού έπλασε τα αληθινά με τα φανταστικά και ένωσε το θρύλο με την ιστορία.
Στη σημερινή μου διήγηση, μια πραγματική ιστορία θα σας πω για έναν δυνατό παλαιστή που διακρίθηκε στην μακρινή Αμερική καθώς μετανάστευσε για ένα καλύτερο μέλλον και μια μεγαλύτερη φήμη.
Πρόκειται για τον Σάββα Ττοουλιά, ένα νεαρό με μεγάλη μυϊκή δύναμη, που μια φορά όταν τον έστειλε ο πατέρας του να πάρει το γαϊδούρι τους στους αγρούς να βοσκήσει και το έπιασε το γαϊδουρινό γινάτι και δεν περπατούσε, αυτός θύμωσε και το άρπαξε στα χέρια, το φορτώθηκε, και το κουβάλησε στους ώμους. Από μικρό παιδί είχε μεγάλη φυσική δύναμη που την όφειλε στα γονίδια της οικογένειας. Πολλοι προγονοι του φημοζονταν για τη σωματική τους ρώμη, αλλά προπάντων ο πατέρας του και ο παππούς του που ήταν δυνατοί, σαν λιοντάρια.
Από την Κισσόνεργα καταγόταν ο πρώτος πρόγονος που έφερε το επίθετο Ττοουλιάς, επίθετο το οποίον προήλθε από το μικρό του όνομα Χριστόδουλος ή Ττοουλής ή Ττοουλιάς, παρατσούκλι που έμεινε σαν επώνυμο  και στις επόμενες γενιές έως σήμερα. Ήταν  μεγαλόσωμος με πολλή δύναμη και δυνατό σωματικό σκαρί, χαρακτηριστικά που φέρουν αρκετοί απόγονοι του που επίσης διακρίνονται για τη μεγάλη σωματική τους δύναμη.
Οι πληροφορίες φέρουν δυο από τα παιδιά του να μετοικεί ένας στη Χλώρακα και άλλος στην Αυγόρου.
Στην Αυγόρου μετανάστευσε από μικρό παιδί ο Γεώργιος που πήγε δουλειά σαν μισταρκός και όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε και δημιούργησε οικογένεια εκεί. Ένα από τα παιδιά του ο Χριστόδουλος παντρεύτηκε στην Άχνα και έκαμε πέντε παιδιά τους Γιαννή, Δέσποινα, Γεώργιο, Κυριάκο, και Σάββα. Οι τελευταίοι τρεις μετανάστευσαν στην Αμερική όπου έζησαν και οι απόγονοι τους ευρίσκονται εκεί.
Εκ των τριών μεταναστών, ο Σάββας ήταν παλικάρι και είχε τεράστια σωματική δύναμη. Ήταν άφοβος και ανίκητος, έτσι που φυσιολογικά κατέληξε να γίνει επαγγελματίας παλαιστής. Ανακάλυψε ένα προπονητήριο όπου μπορούσε να παλεύει. Αφοσιώθηκε με μανία στην προπόνηση, και γρήγορα με τον καιρό κέρδισε πολλούς αγώνες. Τον καλούσαν σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής όπου έγινε πολύ γνωστός. Είχε αποκτήσει φήμη και γνώρισε μεγάλη δόξα, ήταν πάντα ο νικητής και μεγάλα στοιχήματα παίζονταν υπέρ του. Κέρδισε πολλά χρήματα, που όμως δεν τα λογάριασε. Το χειροκρότημα των θεατών ήταν η μεγαλύτερη του ανταμοιβή.
Όμως όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο και περισσότερο στην Αμερική, στις δουλειές αυτές όπου διακινούνται τεράστια ποσά χρημάτων, τον έλεγχο κάθε μεγάλης νίκης πάντα τον έχουν άνθρωποι του υποκόσμου. Με διάφορους τρόπους πάντα καταφέρνουν να γίνεται αυτό που τους συμφέρει. Είναι τόσο ασύλληπτα τα ποσά χρημάτων που διακινούνται στα στοιχήματα που περιπλέκονται στο συνδικάτο της διαχείρισης των αποτελεσμάτων κάθε αγώνος, που  οι άνθρωποι και οι πέριξ αυτών που τα διαχειρίζονται, δρουν παράνομα και ανενόχλητα χωρίς η δικαιοσύνη να μπορεί να τους ακουμπήσει. Κανονίζουν τα αποτελέσματα με ένα τους λόγο και προωθούν στον πρωταθλητισμό όσους αυτοί και μόνον αποφάσιζουν, ασχέτως εαν αξίζουν πραγματικώς.
Ο Κύπριος παλαιστής Σάββας Τουουλιάς είχε τα φόντα για μια σπουδαία καριέρα εκεί στη μακρινή ήπειρο της νέας γης όπου η μια νίκη του διαδεχόταν την άλλη, σημάδι βέβαιο πως θα κατακτούσε την πρωτιά. Με αισθήματα πατριωτισμού να τον διακατέχουν, είχε μια μεγάλη επιθυμία στην καρδιά, ήθελε να κάμει το όνομα του και την άγνωστη μικρή πατρίδα του φημισμένα και ξακουστά ονόματα εκεί στη μεγάλη χώρα. Σύντομα το όνομα του έγινε αρκετά γνωστό, και τα χρήματα γέμιζαν τις τσέπες του, παρ όλο που δεν τον ενδιέφεραν τόσο αυτά, όσο η προσωπική του δόξα. Δεν δέχτηκε συμβιβασμούς, ούτε υπέκυψε σε εκβιασμούς, ήταν όμως αυτό αιτία να τον σκοτώσουν, να τον δολοφονήσουν.
Ήταν ένας αγώνας πάλης, ένα παιχνίδι στημένο που εάν τελεσφορούσε θα επέφερε πολλά εκατομμύρια κέρδη χρημάτων στους ανθρώπους της μαφίας που κυριαρχούσαν και εκβίαζαν, που δωροδοκούσαν ή τιμωρούσαν ή και δολοφονούσαν για παραδειγματισμό εάν χρειαζόταν. Που είχαν καταντήσει τα αθλήματα κυρίως  της πάλης και του μποξ, καθαρά παράνομες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που προκαθορίζονταν τα αποτελέσματα από τους νονούς με απώτερο καθαρό σκοπό το οικονομικό όφελος από τα στοιχήματα.
Γι αυτό όταν ο Σάββας Ττοουλιάς δεν υπάκουσε στην προσταγή τους, αυτοί θεώρησαν πως αυτός ο ασήμαντος ανθρωπάκος από ένα άγνωστο μέρος του κόσμου, έπρεπε να τιμωρηθεί και να γίνει μικρό παράδειγμα για τους υπόλοιπους συναδέλφους του, ώστε να υπακούν στο σύστημα που είχαν δημιουργήσει και που αποτελείτο από μπράβους και δολοφόνους, αλλά και «καθώς πρέπει» ανθρώπους της κοινωνικής και πολιτικής ελίτ.
Έτσι όταν αντί να ηττηθεί στον αγώνα όπως είχε λάβει προσταγή αυτός νίκησε, η καταδίκη του είχε προδιαγραφεί. Η διαταγή δόθηκε και ο παλαιστής με το λαμπρό μέλλον διαγράφηκε δια παντός από τους αγώνες, βρέθηκε σκοτωμένος σε μια γωνιά του δρόμου ένα πρωί ξημέρωμα από την αστυνομία. Είχε δολοφονηθεί ένα δείλις αργά ενώ επέστρεφε στο ξενοδοχείο που διέμενε, με τρόπο ενδεικτικό και επιδεικτικό που φανέρωνε τους λόγους του άδικου σκοτωμού.

Υ.Γ. 
Συγγενείς του μεγάλου παλαιστή Σάββα Ττοουλιά σήμερα ευρίσκονται στην Αυγόρου, στην Άχνα, στη Λευκωσία, στη Λεμεσό, στη Κισσόνεργα, στη Χλώρακα, και τα τελευταία χρόνια με το μηδενισμό των αποστάσεων, σε όλη την Κύπρο και ακόμα παραπέρα.
Στη Χλώρακα έζησε ο Σάββας που παντρεύτηκε την Δεσποινού αδερφή του Μουχτάρη της Χλώρακας Χριστόδουλου Αζίνα. Απόγονοι τους ήταν οι Θεόδωρος (Τριανταφύλλης), Χαράλαμπος, Νικόλας (Εύζωνας), Καλλιστένη και Αγαθονίκη.
Ο Θεόδωρος ειχε απογόνους τους Χριστόδουλο, Χαμπή (Χαμπιάς) και Ανδρέα.
Ο Χαράλαμπος έκαμε απογόνους τους Νικόλα (Νικολάτσιη), Χριστόφορο (Ττόφας), Χριστόδουλο (Πάρπας), τον Γιωρκή (Κορκής), και την Μαρουλλα Μενελάου Μελιου.
Ο Νικόλας Εύζωνας έκαμε απογόνους τους Μιχάλη, Χριστάκη, Ανδρέα, Θέκλα, Παναγιώτα, Μαρία, Αγγελική και Λυδία.
Η Αγαθονίκη παντρεύτηκε στη Γεροσκήπου και έκαμε απόγονους τη Μαρία Σιαμμά Μαυρονικόλα, το Φιλιππο (υπασπιστής του Μητροπολίτη Πάφου Φώτιου) και το Γιώργο Κούπανο.

Η Καλλιστενη παντρευτηκε το Αντωνούϊ (Κολόιδο) και έκαμαν παιδια τους οι Νικόλα (Πίνος), Χριστόδουλο, Κατίνα, Γιώρκο (Κκελούϊ), Μιχάλη Κέρβερο και Παναγιωτού Χάμπου Πούρνελλου.

Ο ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Ο καρεκλάς κατασκευάζει ψάθινες καρέκλες πλέκοντας το κάθισμα πάνω σε ξύλινο σκελετό που αγοράζει από το μαραγκό σε έτοιμα κομμάτια, και ο ίδιος συναρμολογεί και τα κολλά με γόμα. 
Συνήθως οι μαστόροι τις παλιές εποχές δεν ήσαν στεγασμένοι σε κάποιο μαγαζί, αλλά δούλευαν στην αυλή του σπιτιού τους ή μπροστά στο πεζοδρόμιο, καθώς η τέχνη τους απαιτούσε ελάχιστα εργαλεία.
Ο καρεκλάς με τα λιγοστά εργαλεία του περιδιάβαινε τις γειτονιές και τα καφενεία στα γειτονικά χωριά, και επισκεύαζε τις κατεστραμμένες καρέκλες. Επί τόπου ή οπουδήποτε, εργαζόταν για τους πελάτες. Σήμερα αυτοί οι τεχνίτες ακόμα υπάρχουν, καθώς οι τόννενες καρέκλες είναι πολύ αναπαυτικές, ανθεκτικές και όμορφες.

Την καρέκλα στα παλιά χωριάτικα την ονόμαζαν τσαέρα. Ο Νεόφυτος ο Τσαεράς πήρε το όνομα του επειδή σε κάποια περίοδο της ζωής του υπήρξε τσαεράς (καρεκλάς).
Από μικρό παιδί του άρεσε να κατασκευάζει καρέκλες χρησιμοποιώντας ως υλικό ξερές βανούκες. Στην αρχή έφτιαχνε σκαμνάκια, αλλά καθώς είχε μεγάλο ζήλο, σιγά-σιγά άρχισε από μόνος του να μαθαίνει να δένει τον τόνο και να κατασκευάζει καρέκλες. Με τον καιρό έγινε καλός μάστρος, και επισκεύαζε τις σπασμένες καρέκλες του χωριού. Ακόμα έδενε τις καρέκλες που μόνοι τους οι νοικοκυραίοι κατασκεύαζαν. Ήταν καρέκλες χοντροκομμένες με απελέκητα υλικά, αλλά πολύ στέρεες. Σήμερα μόνο ελάχιστες από αυτές υπάρχουν, και είναι σε μουσεία όπου συντηρούνται και προφυλάσσονται. Αργότερα όταν τα μέρη που αποτελούν την τόννενη καρέκλα βιομηχανοποιήθηκαν, τα αγόραζε και τα συναρμολογούσε και ακολούθως τις έδενε με τόνο.
Ο Νεόφυτος ο Καρεκλάς ή Τσαεράς, έζησε μια φτωχή εποχή, και για να ζήσει την οικογένεια του έκαμνε διάφορες δουλειές. Είχε υπηρετήσει ως στρατιώτης στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ κάποια περίοδο είχε ένα παλιό φορτηγό αυτοκίνητο που το έστηνε στον κατήφορο για να το ξεκινά κάθε πρωί, καθώς μονίμως η μπαταρία του ήταν καθισμένη.
Μόνος του επεξεργαζόταν τον τόνο τον οποίο έβρισκε και μάζευε από έναν υγρότοπο όπου βλαστούσε. Ήταν μια μεγάλη λίμνη κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου γεμάτη νερό από αγίασμα που έτρεχε, και που ξεχειλίζοντας πότιζε το χώμα και σχημάτιζε ένα βαλτότοπο, έναν υγρότοπο, όπου πλούσια ευδοκιμούσε ο τόνος.
Και ύστερα κάθε απόγευμα, καθόταν στη βεράντα του μακριναριού σπιτιού του, και έπλεκε τον τόνο πάνω στις καρέκλες.
Ο Νεόφυτος Τσαεράς, απεβίωσε σε μεγάλη ηλικία το 2013.


Ο ΡΑΦΤΗΣ

Ο Αντρέας Πισσούριος όταν ήταν μικρό παιδάκι, για την σταδιοδρομία του ο πατέρας του αποφάσισε πως έπρεπε να τον μάθει μια τέχνη ελαφριά που να μην κουράζεται όπως ο ίδιος και να γεράσει γρήγορα από τα βάσανα. Σκέφτηκε λοιπόν όλες τις τέχνες, και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η τέχνη του ράφτη ήταν καθαρή και ξεκούραστη δουλειά. Είχε ένα κουμπάρο τον Χαμπή τον Λαούρη ράφτη στο επάγγελμα, που είχε ένα ραφείο στο Κτήμα. Μαζί κανόνισαν, και φώναξαν τον νεαρό Ανδρέα, και του είπαν πως αρχινά δουλειά μαθητευόμενου ράφτη. Χωρίς να φέρει αντίρρηση ο μικρός, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε να δουλεύει. Καθημερινά πηγαινοερχόταν περπατητός αγόγγυστα τη μακρινή απόσταση μέρες μήνες και χρόνια.
Μαθήτευσε περισσότερο από δέκα χρόνια, και όταν πλέον καλά ενηλικιώθηκε και έπρεπε να παντρευτεί καθώς του προξένεψαν μια όμορφη κοπέλα, άνοιξε δικό του ραφείο.  
Σήμερα ο Ανδρέας Πισσουριος σε ηλικία περισσότερη των 80 ετών στέκει καλά στην υγεία του, και ακόμα έχει το δικό του ραφείο το οποίο ανελλιπώς κάθε πρωί ανοίγει, και ανελλιπώς εργάζεται εξασκώντας την τέχνη του. Και κάθε δείλι ανελλιπώς, κάθεται στο καφενείο και ρεμβάζει κάτω μακριλα τη θλαλασσα που χρυσίζει καθώς βουττά ο ήλιος, ή κουβεντιάζει με το φίλο του τον Χρύσανθο και άλλους χωριανούς. Και αναπολώντας τα περασμένα, κάποιες φορές σκέφτεται πως ο πατέρας του είχε δίκαιο που αποφάσισε να τον στείλει σε τέχνη ξεκούραστη ώστε να μην γεράσει και να πεθάνει γρήγορα από τα βάσανα μιας σκληρής δουλειάς.
 
Ο ράφτης είναι ένα επάγγελμα που σχεδόν έχει εκλείψει παντελώς, σε αντίθεση πριν λίγες δεκαετίες που ανθούσε σε μεγάλο βαθμό.
Τα ραφεία είναι μικρές κάμαρες, καθώς δεν χρειάζονται πολύ χώρο για να λειτουργήσουν. Μέσα υπήρχαν στοιβαγμένα σε ράφια μερικά τόπια υφασμάτων για να διαλέγει ο πελάτης. Τα εργαλεία του ράφτη είναι ένας πάγκος όπου πάνω σχεδιάζει και σιδερώνει τα κοστούμια που ράβει με ένα βαρύ σιδερό και ένα γάρο (σιδερωστρα), μια μεζούρα, ένα τρίγωνο και ένα μεγάλο ψαλίδι, κιμωλίες για να τραβά τις γραμμές, δαχτυλήθρες και ένα καρφιτσερό με καρφίτσες, βελόνες, και οπωσδήποτε η μηχανή ραψίματος.
Ο ράφτης έπρεπε να παρακολουθεί μέσα από περιοδικά τη διεθνή μόδα και να ενημερώνει, αλλά και να καθοδηγεί τους πελάτες ποια γραμμή και μόδα να διαλέξουν για τα ρούχα τους. Έραβαν μόνο αντρικά ρούχα, και αφού έπαιρναν τα μέτρα του πελάτη, ξεκινούσαν το ράψιμο. Τα παντελόνια έπαιρναν λίγο καιρό, αλλά τα σακάκια ήθελαν από μερικές μέρες μέχρι μήνα, και χρειαζόταν κατά τη διάρκεια του ραψίματος, ο πελάτης να επισκεφτεί το ραφείο μερικές φόρες για πρόβα.
Έπρεπε να ράβουν ρούχα καλοραμμένα που να ταιριάζουν στον πελάτη, ανάλογα με το βάρος και το ύψος. Ένας καλός ράφτης ξεχώριζε από την ομορφιά και τη γραμμή που έδινε στα ρούχα.
Όπως και στην εποχή μας, και παλιότερα υπήρχαν ράφτες υψηλής ραπτικής που έπαιρναν πολλά χρήματα. Υπήρχαν μερικοί που πήγαιναν και μαθήτευαν στην Αθήνα, και επιστρέφοντας ονόμαζαν τα μαγαζιά τους Αθηναϊκά ραφεία, και έραβαν ακριβά υφάσματα για πλούσιους και άρχοντες.

Ο ΤΣΕΣΤΑΣ

Στα παλιά χρόνια που οι άνθρωποι είχαν κύρια ασχολία την γεωργία καθώς  η Κύπρος δεν είχε άλλους οικονομικούς πόρους, κάποιοι που ήσαν άκληροι και δεν είχαν ούτε ένα κομμάτι γης να καλλιεργήσουν, ούτε ήξεραν κάποιο επάγγελμα, ασχολούνταν με βοηθητικές εργασίες όπως να κατασκευάζουν καλάθια, κοφίνια και τσέστους. Ήταν κατασκευές που δεν ήθελαν πολλή τεχνική αλλά μεγάλο μεράκι, και που τις πρώτες ύλες τις προμηθεύονταν ελεύθερα από τη φύση, καθώς πλούσια βλάσταιναν στις ρεματιές και στις λαγκαδιές. Στη Χλώρακα δεν υπήρχαν καλαθάδες, αλλά κάποιοι από την οικογένεια του Αντρεουθκιού, ίσως έχοντας καλλιτεχνική φλέβα, έπλεκαν τσέστους που καθώς έγιναν πολύ ξακουστοί ένεκα της ομορφιάς τους, μέχρι πριν λίγο καιρό από τις τελευταίες απογόνους η Ελενίτσα, ησχολείτο με την εργασία αυτή, ώσπου γέρασε, και τα χέρια της κουρασμένα πλέον δεν την βοηθούσαν. Έτσι υποχρεωτικά σταμάτησε να πλέκει, και καθισμένη στην αυλή της με τις ώρες τώρα, αναπολεί τις φορές που όταν τέλειωνε ένα τσέστο, τον κρεμούσε στον τοίχο και μέχρι να τον πουλήσει, τον θαύμαζε σαν καλλιτεχνικό έργο που ήταν άρτια πλεγμένο και πλούσια διακοσμημένο με πολύχρωμα ρούχινα πλουμιά κεντημένα μέσα στις ποκαλάμες.
Όμως σε πιο εμπορική βάση την κατασκευή τσέστων, την πέτυχε η μεγαλύτερη από τις αδελφές η Χριστοδούλα, που μαζί με τη βοήθεια της πολυπληθούς οικογένειας της καθώς απέχτησε οκτώ παιδιά, προώθησε στο παζάρι το προϊόν που κατασκεύαζε σε μεγάλη παραγωγή, και κατάφερε το χωριό της Χλώρακας να καταταχτεί στην ιστορία της λαϊκής παράδοσης.
Οι τσέστοι είναι μεγαλα στρογγυλά ξέβαθα πανέρια που κατασκευάζονται κυρίως με ποκαλάμες  (στελέχη σιταριού)  και φύλλα φοινικιάς, καθώς καλάμια και σκλινίτζια (άγρια βλάστηση σε υγρά εδάφη που χαρακτηρίζεται από  πολλά λεπτά και μακριά στελέχη κυλινδρικά, και ευλύγιστα αλλά και στερεά ) που τις πλέκουν και τις δένουν μεταξύ τους, και τα στολίζουν με πολύχρωμα υφάσματα. Τον παλιο καιρό χρησίμευαν πολύ στις νοικοκυρές, γιατί τα διάφορα ζυμαρικά όπως κουλούρια, φιδέ, μακαρόνια, τραχανά, φλαούνες κλπ, τα ζύμωναν μόνες τους, και τα άπλωθαν στους τσέστους για να στεγνώσουν ή  να τα ψήσουν.
Ακόμα θέλοντας να καταδείξουν την μεγάλη τους ωφελιμότητα, τοποθετούσαν μέσα την ενδυμασία της νύφης για να την χορέψουν την ημέρα του γάμου.
Σήμερα με τη βιομηχανική ανάπτυξη, τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα αντικατέστησαν τα παραδοσιακά που ήταν φτιαγμένα με τα φυσικά υλικά και τώρα κατασκευάζονται από πλαστικές ύλες.