Ο ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΜΑΝΤΗΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ
Ο Χαρίλαος ο Μάντης ήταν ένας γυρολόγος γανωματής από τον Καθηκα. Μακρινό το χωριό από τη Χλώρακα και πολλές ώρες δρόμος, αλλά κάθε τόσο καιρό με τη σειρά, περνούσε και μάζευε τα μαυρισμένα από τη φωτιά σκεύη των νοικοκυρών, και τα φόρτωνε στο ζώο του. Ήταν ένας μεγάλος άππαρος που με τα δισάκια κρεμασμένα γεμάτα ατζιά και τον ίδιο καβαλικεμένο στη ράχη, μεγαλόσωμος και όμορφος, κάλπαζε τη μεγάλη απόσταση χωρίς να κουράζεται.
Στα χωριά τον παλιό καιρό οι κάτοικοι ήσαν λιγοστοί και συγγενείς αναμεταξύ τους, γι αυτό συνήθιζαν για τις νιές κοπέλες να φέρνουν γαμπρούς από άλλα χωριά, και τα παλληκάρια να τα στέλλουν σώγαμπρους σε άλλα χωριά. Καμιά φορά γινόταν το αντίθετο, αλλά πολύ αραιά. Ώστε ο Χαρίλαος καθώς είχε και τη τέχνη του, ήταν περιζήτητος γαμπρός στη Χλώρακα, και όπως ήταν φυσικό, κάποιοι μεσολάβησαν και τον πάντρεψαν με μια χωριανή κοπέλα, και από τότε έμεινε στη Χλώρακα εξασκώντας το επάγγελμα του γανωματή.    
Τον θυμάμαι καλά καθώς μέναμε στην ίδια γειτονιά με ένα τσιγάρο κρεμασμένο στο στόμα σκυφτό στην αυλή του να γανώνει, ή να γυρίζει στα δρομάκια και να μαζεύει τα ατζιά φωνάζοντας με τη βραχνή του φωνή,
Είμαι γανωματσιής, μπακίρια γανώνω,
Τις παλιομαϋρισσες καλά μπαλώνω

Ο γανωτσής έλιωνε τον κασσίτερο πάνω σε φωτιά και αφού προηγουμένως είχε καθαρίσει καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε με σκόνη κεραμιδιού. Ακολούθως κρατώντας το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά, έριχνε μέσα το νησιαντήρι, για να στρώσει και να κολλήσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια με ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα, και τέλος βουτούσε το σκεύος μέσα σε κρύο νερό. Στο τέλος το σκούπιζε με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει..
Η λέξη γανωτής προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γανώ που σημαίνει δίνω λάμψη, και είναι επάγγελμα από τα πιο παλιά που υπάρχουν.
Γανωτής ή γανωναματής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο.
Οι γανωματζιήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα χαρτσιά, τις μαγείρισσες, τα σινιά.
Ήταν επάγγελμα πολύ διαδομένο στις αρχές του περασμένου αιώνα, το οποίον τελείωσε σχεδόν ολοκληρωτικά στα τέλη του ίδιου καθώς τα μαγειρικά σκεύη κατασκευάζονταν ανοξείδωτα πλέον, και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Ακόμα υπάρχουν τεχνίτες, αλλά αραιά και που.

Ο ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ


Ο ΦΚΩΝΗΣ
Η ταβέρνα του Φκωνή ήταν κτισμένη δίπλα στην πλατεία της εκκλησιάς και εκεί μαζεύονταν τις νύχτες οι αθκιασεροί και οι κρασοπότες να πιούν κανένα γράδο κοκκινέλι. Ήταν ένα χαμόσπιτο κτισμένο με πέτρες και πηλό από χώμα και άσιερο, μια κάμαρη, ένα χαμηλό δωμάτιο τόσο χαμηλό, που για να μην κουτουλούν οι πελάτες, το πάτωμα ήταν σκαμμένο μέσα στη γη. Η σκεπή καμωμένη από κανιά και χώμα που όταν έβρεχε έσταζε και έβρεχε τους πελάτες. Με παλιές ξύλινες πόρτες χωρίς κλειδαριές και ένα μικρό παράθυρο όσο να μπαίνει λίγο φως.
Ήταν κτισμένη ακριβώς στη θέση που είναι τώρα το εστιατόριο «Φαμακούστα», στην οδό «Ζήνας Κάνθερ». Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που άφησε εποχή, που με τον ίδιο να φαντάζει θεόρατος με τη μαύρη βράκα και το αλατσιέτινο ζιμπούνι πανύψηλος να μην τον χωρεί το μαγαζί του και να σερβίρει σκυφτός για να μην κουτουλλά στο ταβάνι.
Μέσα στο μουντό φως της λάμπας πετρελαίου τα τραπέζια τάβλες πάνω στο χωματένιο πάτωμα ήταν πάντα γεμάτα πελάτες. Η τσίκνα από το τρεμιχόλαο γέμιζε τον αέρα και τα κουνουπίδια ήταν πάνω στο ράφι αφημένα μαζί με σώτες γεμάτες τσιρίτζια μέσα σε λίπος από λαρδί και βάζα γεμάτα καππάρι. Στη γωνιά ήταν κρεμασμένο από το ταβάνι ένα ολόκληρο λαρδί χοίρου, ενώ πάνω σε όλα τα τραπέζια είχε κούπες γεμάτες βραστές πατάτες.
Ήταν μια συνταιριασμένη ατμόσφαιρα με το χώμα στο πάτωμα να μυρίζει ξινό κρασί και να σμίγει με την μυρωδιά από τα ξιδάτα παντζάρια, τα βραστά αβγά μέσα σε μαύρο λάδι ελιάς και τη τσίκνα της ρέγκας που ψηνόταν στη φωτιά της μηχανής. Ήταν μεζέδες μιας εποχής χωριάτικοι και φτηνοί που έφτιαχνε ο ταβερνιάρης,  αλλά γνήσιοι και άμετρης γευστικής απόλαυσης.
Κάθε βράδυ οι φτωχοί χωρικοί την άραζαν μέσα εκεί, να πιούν φτωχικά και να ξεχάσουν την φτώχεια και τη μιζέρια τους.
Το στερκό κρασί τους έφτιαχνε τη διάθεση και τους έκανε να ευφραίνονται απεριόριστα τις γλυκείες γεύσεις από τα φτωχικά φαγητά. Τσιμπούσαν και τσουγκρούσαν τις καντήλες εις υγεία στα ξύλινα βαρέλια που ήταν γεμάτα κρασί.
Ήταν βαρέλια θεόρατα που γέμιζαν το μισό μαγαζί, γεμάτα με κρασί που εκείνον τον καιρό πουλιόταν με την οκά και το μετρούσαν με το κάρτο, ένα τσίγγινο δοχείο με την ανάλογη χωρητικότητα. Όμως πολλές φορές τα άδειασαν οι κρασοπότες, και πολλές ήταν οι φορές που παρασυρμένοι από τη πολλή ζάλη της μέθης συμπεριφέρθηκαν ως μεθυσμένοι.
Μια φορά, ο Χριστόδουλος Πάσπας ένας τακτικός θαμώνας, πάνω στο μεθύσι του πήγε στοίχημα με τους φίλους του πως η στενή πόρτα της ταβέρνας χωρούσε το αυτοκίνητο του να περάσει μέσα. Και το θολωμένο του μυαλό παραμερίζοντας τη λογική, τον οδήγησε έξω να πάρει το αμάξι μη λαμβάνοντας όψιν τις διαμαρτυρίες του ταβερνιάρη. Ξεκίνησε λοιπόν ο άμυαλος το παλιό του αμάξι, και πέρασε μέσα από την πόρτα της ταβέρνας. Μα η πόρτα ήταν στενή και δεν χωρούσε, έτσι μαζί με τον τοίχο γκρεμίστηκε κάτω στο πάτωμα. Βλέποντας την καταστροφή έφερε το νου του, αλλά το κακό είχε γίνει. Συμφώνησαν με τον ταβερνιάρη, και την άλλη μέρα όλοι μαζί οι φίλοι καθώς ήταν καλοί μαστόροι, επιδιόρθωσαν όλες τις ζημιές.

Ο ΑΛΕΤΡΑΡΗΣ


Το Αντωνούην το Κολόιδον
 ήταν παλιός κάτοικος της Χλώρακας πολύ γραφικός χαρακτήρας από αυτούς που δεν ξεχνιούνται, και που άφησε στο κατόπιν του ευτράπελες ιστορίες που ακόμα τις διηγούνται τα παιδιά. Έζησε περισσότερο από εκατόν χρόνια, και απεβίωσε το 1980. Έως τα βαθιά του γεράματα είχε σώας τας φρένας και την υγεία του. Ενδυόταν με παραδοσιακά ρούχα, και η  βράκα που φορούσε ήταν από τις μακριές, και επειδή τα πόδια του στράβωσαν με τα γεράματα, σάριζε τη στράτα καθώς περπατούσε. Τον γνώριζαν όλοι με το παραγκώμι του, και ουδείς με το όνομα του το οποίον εν τέλει ανεγράφει εις την ταφόπλακα του, ως Αντώνης Μιχαήλ. Ήταν κοντός, άσχημος, στραβοπόδης με ένα τεράστιο μουστάκι δυσανάλογο με το κορμί του, κίτρινο από την καπνιά των ατελείωτων τσιγάρων που πάντα είχε ένα να κρεμιέται στο στόμα. Ήταν πτωχός, και δεν είχε χρήματα, γι αυτό γυρνούσε στα καφενεία και μάζευε τις γόπες που οι άλλοι πετούσαν. Ζούσε πολλές ώρες στην άκρια της θάλασσας πάντα με ένα δυναμίτη στο χέρι και σκότωνε τα ψάρια δια της παρανόμου και ευκόλου οδού-ς.
Καθώς ο ίδιος πολύ πτωχός, το ίδιο είχε καταντήσει και το μυαλό του από τα πολλά βάσανα που για περισσότερο από ένα αιώνα έζησε στη φτώχεια και στην ανέχεια. Μια φορά κατάφερε να αιχμαλωτίσει μια αλεπού που έτρωγε τις όρνιθες του, και σκέφτηκε να τη δέσει μέσα στην παράγκα που κατοικούσε με ένα σχοινί πάνω στην κεντρική κολώνα που είχαν όλες οι παράγκες. Και έφυγε ο άμοιρος ξημερώματα να πάει στη θάλασσα να ψαρέψει, και άφησε το άγριο ζώο δεμένο στη φυλακή του. Μα όταν το μεσημέρι επέστρεψε, βρήκε όλα τα υπάρχοντα του σπασμένα, καθώς το σχοινί ήταν μακρύ, και αλαφιασμένη από το φόβο η αλεπού γυρνούσε γύρω-γύρω σαν άγριο ζώο που ήταν, καταστρέφοντας τα όλα.  
Όμως, ήταν ένας σπουδαίος τεχνίτης, ένας καλός ξυλουργός που με τα πενιχρά του εργαλεία έφτιαχνε αλέτρια για τους γεωργούς, αλέτρια που άντεξαν στο χρόνο, και όσα δεν πετάχτηκαν και ακόμα υπάρχουν, είναι γερά, έτοιμα για χρήση. Εξασκούσε το επάγγελμα του αλετράρη μόνο αυτός, και παρ όλο που οι γεωργοί ήταν και οι ίδιοι τεχνίτες και κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν τα δικά τους αλέτρια, για το σωστό ζύγισμα τους έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφτούν τον αλετράρη του χωριού.

Ήταν λοιπόν το επάγγελμα του αλετράρη ένα χρήσιμο επάγγελμα πολύ αναγκαίο μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, αφού έως την εποχή του τελευταίου βασιλέως της Ελλάδας Κωνσταντίνου του Β΄ και πριν την κατασκευή γεωργικών μηχανών, ο όργωμα των χωραφιών γινόταν με το αλέτρι.
Κατασκευαζόταν κυρίως από ξύλο και είχε από σίδερο μόνο  το υνί, για να μην καταλιεται εύκολα καθώς όργωνε τη γη. Τα βασικότερα μέρη ενός αλετριού ήταν η κοντοουρά με το χέρι και με το οποίο χειριζόταν το άροτρο ο γεωργός, το αλετροπόδι που πάνω του φοριόταν το υνί, το σταβάρι το οποίον ενωνόταν στο ζυγό που μαζί έσερναν το αλέτρι, και η σπάθη που ένωνε το σταβάρι με το αλετροπόδι. Είχε ακόμα μερικά άλλα μέρη τα οποία προσαρμόζονταν ανάλογα με τη χρήση του αλετριού, άλλοτε για σπορά, άλλοτε για όργωμα, και άλλοτε για σβανάρισμα (στρώσιμο του χώματος  μετά το όργωμα). Η επιτυχία του αρότρου σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από το βάρος του, και αυτό ανάλογα με τη γη που θα οργωνόταν, αφού από αυτό εξαρτιόταν πόσο βαθιά θα έσκιζε τη γη.

Το επάγγελμα του αλετράρη λοιπόν, είχε σημαντική συνεισφορά στη καθολική γεωργική ενασχόληση των παλαιών κατοίκων της Χλώρακας αφού, όλοι οι κάτοικοι είχαν τη γεωργία ως κύριο επάγγελμα. Πολλοί γεωργοί αποκτούσαν γνώσεις και έφτιαχναν ή επιδιόρθωναν μόνοι τα άροτρα τους, αλλά υπήρχαν και οι μαστοροι ξυλουργοί που είχαν ειδίκευση στην εξ ολοκλήρου κατασκευή και επιδιόρθωση τους. Η μαστοριά του καθενός αλετραρη μετριόταν εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από την ικανότητά του αρότρου να ισορροπεί στη γη, καθώς σε περίπτωση που παρουσίαζε αστάθεια, κούραζε το γεωργό στη προσπάθεια του να το κρατεί κάθετο.

ΟΙ ΚΤΙΣΤΕΣ

Το επάγγελμα του κτίστη είναι ένα διαχρονικό επάγγελμα που θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι καθώς όλοι χρειάζονται μια στέγη να τους φιλοξενεί. Κατά χρονικές περιόδους ο κτίστης  κτίζει αναλόγως των υπαρχόντων υλικών. Δημιουργεί μικρά καλύβια έως υψηλά τείχη και πύργους από ξύλο, από πέτρα, και τελευταίως από μέταλλο. Μα από όλους τους τρόπους ο καλύτερος, ο ομορφότερος και ο πρακτικότερος, είναι το κτίσιμο με πλίνθους, τούβλα, πέτρες, ή τσιμεντόπετρες. Από τη διαχρονικότητα αυτής της χρήσης από τους  ανθρώπους, είναι και απόδειξη περί του πρακτέου. Την εργασία αναλάμβαναν οι κτίστες, και η τέχνη ονομαζόταν κτιστιτσιή. Την εφάρμοζαν άνθρωποι που μαθήτευαν από μικροί σε μεγάλους μαστόρους, και ήταν μια πολύπλοκη εργασία, καθώς ο κτίστης έπρεπε να μπορεί να σχεδιάζει τα σπίτια ο ίδιος καθώς παλιά δεν υπήρχαν αρχιτέκτονες, έπρεπε το να κτίζει, και να ξέρει ακόμα να σοβατίζει, να κατασκευάζει καλούπια. Δηλαδή να αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την κατασκευή.
Η Χλώρακα έβγαλε σπουδαίους μαστόρους της κτιστηκής, και την περίοδο του μεταπολέμου, ήταν από της κοινότητες που είχε περισσότερους από έναν εργολάβο.
Οι κτίστες από τη Χλώρακα έχουν να επιδείξουν σπουδαία έργα αρχιτεκτονικής και κατασκευής, όπως το σχολείο της κοινότητας, τα νεοκλασικά σχολεία στο Κτήμα, ακόμα και στο ίδιο το Προεδρικό μέγαρο έχουν εργαστεί σπουδαίοι κτίστες.


Σπουδαίοι κτίστες μαστόροι που άφησαν σφραγίδα το όνομα τους στην ιστορία της κτιστικής, είναι ο Γεώργιος Χατζιούδης που σχεδίασε και έκτισε το Α΄ δημοτικό σχολείο της Χλώρακας, ο Ερωτόκριτος Ερωτοκρίτου και ο υιός του Ευστάθιος που έλαβαν μέρος στο κτίσιμο του προεδρικού στη Λευκωσία, και οι Σάββας Αχιλλέως και Κακός του Αλέξη φίλοι και συνέταιροι καλοί μαστόροι κτίστες της πελεκητής πέτρας και εργολάβοι. Έκτισαν το ξακουστό μουσείο που στεγάζει το πλοιάριο  «Άγιος Γεώργιος», είναι επίσης οι πρώτοι σε ολόκληρη την Πάφο αγόρασαν μηχανήματα και κατασκεύαζαν τσιμεντόπετρες, δηλαδή πέτρες από τσιμέντο.

ΧΑΜΑΛΗΔΕΣ


Την περίοδο μετά την Τουρκοκρατία ο πληθυσμός γενικά της Κύπρου ήταν πτωχός, και λίγοι μόνον κατείχαν δική τους γη. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας δόθηκε περισσότερη ελευθερία, και με σκληρή εργασία πολλοί κατάφεραν σιγά με τον καιρό να αποκτήσουν δικά τους χωράφια. Πολλοί νέοι αναγκάζονταν να δουλεύουν ως μισταρκοί για ένα κομμάτι ψωμί. Κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, πολύ μεγάλο μέρος της νεολαίας κατατάγηκε στον Βρετανικό στρατό για ένα μεροκάματο. Απ εδώ καταλαβαίνουμε πόση ανέχεια επικρατούσε στον πληθυσμό. Οι νέοι προτιμούσαν τον κίνδυνο του πολέμου, παρά την ανεργία και τη φτώχεια.
Μετά το πέρας του πολέμου και την επιστροφή τους στον τόπο και έχοντας κάποια χρήματα τα οποία διοχέτευσαν στην αγορά, το παζάρι και οι αγορές αναπτήχθηκαν. Πολλοί ξενιτεύτηκαν για ένα καλύτερο μέλλον, πολλοί ασχολήθηκαν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, άλλοι βρήκαν δουλειά στα ορυχεία χαλκού και αμίαντου, και κάποιοι ασχολήθηκαν με δουλειές του ποδαρού, όπως χαμάληδες και αχθοφόροι.
Οι χαμάληδες αναλάμβαναν τη μεταφορά προϊόντων και εμπορευμάτων. Η εργασία τους ήταν ιδιαίτερα επίπονη και οι μισθοί τους χαμηλοί, γι’αυτό και ανήκαν στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Ήταν απαραίτητοι στις αγορές, στα λιμάνια, στα εργοστάσια, και όπου αλλού υπήρχε βαριά εργασία.
Θυμάμαι την εποχή μετά την απελευθέρωση, στη Χλώρακα υπήρχαν τρεις τέσσερις χαμάληδες. Ήσαν καχεκτικοί και ταλαιπωρημένοι από τη σκληρή δουλειά, και περίμεναν καθισμένοι στο καφενείο χωρίς να έχουν να πιουν ένα καφέ, να τους προσλάβουν για να ξεφορτώσουν σακιά από λιπάσματα στις αποθήκες της ΣΠΕ τα οποία εισήγαγε η εταιρεία και τα έδινε επί πιστώσει στους γεωργούς. Είχαν επίσης το νου τους όποτε φαινόταν κάποιο πλοίο φορτηγό στα βαθιά της θάλασσας που σπάνια ερχόταν στο λιμάνι της Πάφου, περπατητοι πήγαιναν στο λιμάνι για να ξεφορτώσουν τις μαούνες που έβγαζαν τα εμπορεύματα στο μόλο, καθώς το λιμάνι ήταν ξεβαθο και τα πλοία έμεναν ράδα.
Η δουλειά του αχθοφόρου όμως δεν αρκούσε για να τους δώσει μια αξιοπρεπή διαβίωση, έτσι έκαναν και οποιαδήποτε άλλη εργασία του ποδαρού, και κυρίως περίμεναν μα αδημονία να πεθάνει κάποιος στο χωριό, ώστε να αναλάβουν την λυπητερή εργασία να σκάψουν το μνήμα, εργασία που όπως και τις σημερινές μέρες, αμειβόταν πολύ καλά.

Τις τελευταίες δεκαετίες καθώς η οικονομία αναπτύχτηκε, οι Κύπριοι τα επαγγέλματα του χαμάλη και του νεκροθάφτη τα θεωρούν απαξιωτικά, γι αυτό εισάγουν εργάτες από άλλες χώρες για να τα κάμουν. 
Οι τελευταίοι χαμάληδες στη Χλώρακα ήταν οι Αβάττας και Κατσουνάρης. 

Ο ΠΕΤΡΟΚΟΠΟΣ



πετροκόπος ήταν ο τεχνίτης που εξόρυσσε την πέτρα από τα λατομεία με σκοπό το κτίσιμο οικοδομημάτων. Ήταν σπουδαίο ζήτημα να είναι καλός μάστρος, γιατί ανάλογα με το πελέκημα και το κτίσιμο, είχε ή δεν είχε φόβο να χαλάσει το οικοδόμημα από μεγάλο σεισμό. Ονομαζόταν επίσης και λιθοξόος, λέξη που προέρχεται από το λίθο (πέτρα) και ξέω, δηλαδή αυτός που ξύνει την πέτρα.
Για τις ανάγκες παρασκευής δομικών υλικών, λατομούσαν την πέτρα και έκτιζαν κτίρια και άλλα έργα. Διάλεγαν καλής ποιότητας συμπαγείς βράχους, και αφού τους τρυπούσαν με λοστούς, τοποθετούσαν μέσα δυναμίτιδα και τους ανατίναζαν. Μ αυτό τον τρόπο τους έκοβαν σε μεγάλα κομμάτια, τα όποια ευκολότερα κατεργάζονταν με τα εργαλεία τους τα οποία ήταν το μαρτέλλι, η βαριά, οι σφήνες και μεγάλοι δοκοί ως μοχλοί για την μετακίνηση τους. Όλα γίνονταν χειρωνακτικώς, καθώς τις παλιές εποχές δεν υπήρχαν μηχανικοί τρόποι εκμετάλλευσης του λίθου.
Ήταν ένα από τα σπουδαιότερα επαγγέλματα, καθώς επί αιώνες η πέτρα ήταν το ισχυρότερο και πιο διαδεδομένο υλικό τοιχοποιίας. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν συνήθως μόνο πέτρα και πηλό από χώμα. Για να είναι το κτίσιμο σωστό και δυνατό, λέει κάποιος παλιός τεχνίτης, πρέπει η μια πέτρα να εφάπτεται με την άλλη και να μην μπαίνει πολλής πηλός. Όταν οι πέτρες μπαίνουν συρταρωτές το κτίριο αντέχει απεριόριστα.
Οι καλύτεροι μαστόροι ήσαν όσοι έκοβαν, πελεκούσαν και έκτιζαν. Τους ονόμαζαν πετροκόπους ή λιθοξόους και επεξεργάζονταν με πολλή μαεστρία την πέτρα φτιάχνοντας δομικά υλικά και κτίζοντας στέρεα σπίτια. Δυστυχώς όμως πολλοί τέτοιοι μεγάλοι τεχνίτες πέρασαν απαρατήρητοι και ποτές δεν αναφέρθηκαν
Στη Χλώρακα τον περασμένο αιώνα έζησαν και έδρασαν ορισμένοι, καθώς το χωριό καθόταν σε βραχώδη περιοχή διαθέτοντας την καλύτερη ποιότητα πέτρας. Από τη Χλώρακα χρησιμοποίησαν πέτρες και έκτισαν τον καθεδρικό ναό της κοινότητας, καθώς και την εκκλησία της θεοσκέπαστης στην Κάτω Πάφο, πέτρα πολύ καλή γιατί αντέχει στο χρόνο χωρίς να φθείρεται, και γιατί είναι ευκολότερη η επεξεργασία της.


Ξακουστοί πετροκόποι από τη Χλώρακα που άφησαν όνομα σε όλη την Πάφο, ήταν ο Άνοστος και ο Σιηπέττος. Ήταν ονόματα-παρατσούκλια που τους κόλλησαν, γιατί του πρώτου ασχήμυνε το πρόσωπο όταν πληγώθηκε κατά την ώρα έκκρισης δυναμίτιδας, και του δεύτερου γιατί χρησιμοποιούσε με ευκολία τη δυναμίτιδα, όπως τις σφαίρες με, ένα σιηπέττο (όπλο). Έζησαν τον περασμένο αιώνα, και μόλις μένουν στη θύμηση μας ως άνθρωποι σκληροτράχηλοι που ξεχώριζαν από τους άλλους ένεκα της δυσκολίας και της σπανιότητας του επαγγέλματος τους. Ένα παράδειγμα για να κατανοήσει κάποιος το δύσκολο έργο τους, είναι οι γκρεμμοι στην τέλειωση της συνοικίας του Μουττάλου προς τη μεριά της θάλασσας, που δημιουργήθηκαν από τη λατόμηση της πέτρας. Είναι τεράστιοι και πανύψηλοι κάθετοι γκρεμμοί που δημιουργήθηκαν από την αφαίρεση αμέτρητων χιλιάδων τόνων πέτρας από λατόμους στον απεριόριστο χρόνο τους παρελθόντος.

ΟΙ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ



Με τη λέξη κηδεία εννοούμε τη διαδικασία που αρχίζει μετά το θάνατο μέχρι τη ταφή του νεκρού σώματος. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα κήδομαι που σημαίνει επιμελούμαι, και εδώ σημαίνει τη φροντίδα προς το νεκρό, δηλαδή τη προετοιμασία και τη τέλεση της ταφής καθώς ορίζουν τα έθιμα.
Η διαδικασία ξεκινά με τον καλλοπισμό του νεκρού και την τοποθέτηση του στη νεκρική κλίνη ή στο φέρετρο, τον κλαυθμό από τους οικείους και το μοιρολόι από τη μοιρολογίστρα, το ξενύχτι ώστε με σιγουριά να γνωρίζουν πως έχει επέλθει ο θάνατος και δεν έχει περιπέσει ο άνθρωπος τους σε νεκροφάνεια.
Και τέλος, η εκφορά της σορού με ενδιάμεσο σταθμό την εκκλησία όπου ψέλωεται η νεκρώσιμος ή  εξόδιος ακολουθία, και τέλος ο ενταφιασμός. Ο τελευταίος ασπασμός από τα αγαπημένα πρόσωπα δίδεται στο νεκροταφείο πριν κλείσει το φέρετρο, και τέλος μετά την ταφή στη περίβολο του νεκροταφείου καθώς και στο σπίτι του νεκρού, οι πενθούντες μαζεύονται για το περίδειπνο, δηλαδή το δείπνο της παρηγοριάς, που συνοδεύεται με κόκκινο κρασί και από τον καφέ της παρηγοριάς.
Σήμερα υπάρχουν γραφεία κηδειών που αναλαμβάνουν όλες τις θλιμμένες αυτές εργασίες από το ευπρεπισμό της σορού μέχρι και τα κόλλυβα, χωρίς οι τεθλιμμένοι οικείοι να χρειάζεται να λαμβάνουν μέρος στη θλιβερή διαδικασία, και να μένουν απερίσπαστοι στον πόνο και τη λύπη τους. Η χρέωση είναι πολύ ακριβή με μέσο όρο για μια συνηθισμένη κηδεία 1300 έως 2500 ευρώ, και είναι διαδικασία την όποια όλοι ακολουθούν και αγόγγυστα πληρώνουν, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να θάψουν τον νεκρό τους, καθώς όλα έπαψαν να είναι όπως παλιά που μια ταφή στοίχιζε ελάχιστα έως καθόλου χρήματα.
Έως τη δεκαετία του 1960, σε όλα τα χωριά υπήρχαν οι ντόπιοι νεκροθάφτες που έσκαβαν τον τάφο. Φέρετρα ελάχιστοι συγγενείς των νεκρών αγόραζαν, και αυτό συνέβαινε συνήθως στις πόλεις όπου κατοικούσαν πλούσιοι μεγαλοαστοί. Οι πεθαμένοι σοροί μεταφέρονταν με ξύλινο ανοιχτό νεκροκρέβατο που διέθεταν οι εκκλησίες και φυλασσόταν μεσα στον ίδιο το ναό, και οι νεκροί εναποτίθεντο στο λάκκο τυλιγμένοι μόνο με το νεκροσέντονο. Τον ευπρεπισμό, τη νυχτερινή φύλαξη και τη μεταφορά, την έκαναν οι συγγενείς.
Ενθυμούμαι καλώς, όταν μικρό παιδί, όντας παραπαίδι της εκκλησίας καθώς ιερεύς ήταν ένας θείος μου, το λεπτό μαξιλάρι που ήταν προσκολλημένο στο νεκροκρέβατο, ήταν λερωμένο από τα υγρά που εκχύονταν από τους πεθαμένους όταν σε κάποιους ίσως δεν έκλειναν καλά με βαμβακι τη μύτη και το στόμα. 
Οι νεκροθάφτες έσκαβαν και σκέπαζαν μόνο τον τάφο. Σε κάθε χωριό υπήρχαν από ένας μέχρι δυο νεκροθάφτες και κατά τη δεκαετία του 1960 αμείβονταν με τριάντα λίρες για έκαστον ταφο. Λογαριάζονταν καλά πληρωμένοι, παρ όλα αυτά ήταν δύσκολο κάποιος να αποφασίσει να κάνει αυτό το θλιβερό επάγγελμα, και ελάχιστοι ήσαν όσοι αποφάσιζαν να το εξασκήσουν. Δεν λογαριαζόταν ως κύριο επάγγελμα αλλά ως πάρεργο, γιατί οι θάνατοι στα χωριά δεν ήταν τόσοι ώστε να προσφέρουν πολλή απασχόληση σε έναν νεκροθάφτη.
Οι νεκροθάφτες δεν ήταν άνθρωποι συνηθισμένοι καθώς ο θάνατος γι αυτούς ήταν καθημερινότητα και είχαν εξοικειωθεί μαζί του. Είχαν σκληρή την καρδιά και το θλιβερό επάγγελμα τους δεν τους συγκινούσε ούτε τους φόβιζε, και όταν το εξασκούσαν έδειχναν ψυχροί, ασυγκίνητοι και απαθείς χωρίς η θλίψη να τους σκιάζει.
Όσους νεκροθάφτες ενθυμούμαι στη Χλώρακα, είχαν ασυνήθιστη συμπεριφορά.
Μοναχικοί και απόμακροι, εξέπεμπαν μια κρυότητα που φόβιζε τα μικρά παιδιά καθώς τους θύμιζε τον θάνατο. Οι απλοί χωρικοί τους απέφευγαν επηρεασμένοι και φοβισμένοι με τη σκέψη της νεκραϊλας που πάνω τους ήταν φανερά αποτυπωμένη.
Και οι καημένοι νεκροθαύτες καταδικασμένοι στη μοναξιά τους, καταντούσαν μοναχικοί θαμώνες στο μικρό ταβερνάκι του χωριού προσπαθώντας να βρουν παρέα στο ποτό με ένα ποτήρι στο χέρι μακριά από τους συνάνθρωπους τους, αυτούς που όμως την ώρα της ανάγκης και του θανάτου τους ενθυμούνταν. Αλλά και αυτοί ίσως για να τους τιμωρήσουν, στην ώρα του πόνου τους χωρίς να τους λυπούνται, τους χρέωναν πολύ ακριβά. Εκείνους τους καιρούς ένας καλός μάστρος κτίστης αμειβόταν με δέκα λίρες την εβδομάδα, και ένας νεκροθάφτης για ένα λάκκο λίγων ωρών εργασίας, αμειβόταν με τριάντα λίρες.
Οι τελευταίοι νεκροθάφτες της Χλώρακας ήταν ο Χαρίλαος, ο Αβάττας και ο Κατσουνάρης.

Σήμερα επειδή πολύ ελάχιστοι ασχολούνται με το επάγγελμα του νεκροθάφτη, τα γραφεία κηδειών χωρίς να λυπούνται τον πόνο των τεθλιμμένων, χρεώνουν υπέρογκα ποσά για την κάθε κηδεία. Και οι συγγενείς ένεκα της θλίψης τους, σιωπούν και αγόγγυστα πληρώνουν. 

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ


ΦΙΛΙΠΟΣ ΚΥΡΙΛΟΣ

Πλανόδιοι έμποροι γυρολόγοι και εφημεριδοπώλες, παλιοί άνθρωποι του μόχθου που γύριζαν να πουλήσουν τα εμπορεύματα τους. Χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες, άνθρωποι αξέχαστοι που άφησαν το στίγμα τους στους τόπους που έζησαν και έδρασαν. Επαγγέλματα του δρόμου που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης τα παλιά χρόνια ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από το Πρακτορείο Διανομής Τύπου και περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης προωθούσε την πώληση τους στους περαστικούς πολίτες ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.
Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτειά του και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα και ενδιαφέροντα γεγονότα, ώστε να ελκύσει αγοραστές.

Ο Φίλιππος Κύριλλος ένας καλοσυνάτος άνθρωπος που ήταν αγαπητός από όλους τους χωριανούς και ιδίως από τα μικρά παιδιά, ήταν ένας άνθρωπος του μεροκαμάτου που εξασκούσε διάφορα επαγγέλματα για να ζήσει την οικογένεια του. Ήταν παρπέρης, αλλά το επάγγελμα ήταν φτωχό γιατί είχε μεγάλο ανταγωνισμό καθώς ήταν πολύ μοδάτο και περιζήτητο. Γι αυτό εξασκούσε την παρπερική τα απογεύματα, ενώ τα πρωινά πουλούσε εφημερίδες. Με ένα ψηλό ποδήλατο που στην μικρή πίσω σκάλα είχε το δισάκι με το εμπόρευμα και το κουντούσε χωρίς να το καβαλικεύει, γύριζε τα πρωινά την πόλη της Πάφου από κατάστημα σε γραφείο και από σπίτι σε μαγαζί πουλώντας τις εφημερίδες προς τρεις πακίρες κατ αρχάς, και μισό σελίνι αργότερα, ενώ τα μεσημέρια κατέληγε στη Χλώρακα στο μικρό του μαγαζάκι όπου μέσα είχε το μπαρμπέρικο του, καθώς και λίγα είδη μπακαλικής κυρίως για παιδιά και μαθητές. Εκεί μέσα πουλούσε εκτός από εφημερίδες, λαχεία, παγωτά, γλυκά, αλμυρά, και διάφορη άλλη χαρτική ύλη. Θυμάμαι που όλοι οι μαθητές τρέχαμε στο μαγαζί του την ώρα που πήγαινε να ξεκουραστεί και τον αντικαθιστούσε ο υιός του ο Πάμπος -αργότερα ένας ήρωας της αντίστασης που σκοτώθηκε δυστυχώς νέος υπερασπιζόμενος τη δημοκρατία καθώς είχε καταταχτεί έφεδρος αστυνομικός-, μας άφηνε χωρίς να αγοράζουμε, να μετροφυλλούμε και να διαβάζουμε τις εφημερίδες και τα ωραία εικονογραφημένα κλασσικά και μικρούς ήρωες που διέθετε προς πώληση το μαγαζί.  

Η ΥΦΑΝΤΡΙΑ

ΡΕΒΕΚΚΑ ΚΛΕΟΠΑ
Η Ρεβέκκα Κλεόπα χήρεψε νέα γυναίκα με τέσσερα μικρά παιδιά, το μεγαλύτερο μόλις οκτώ ετών. Ο άντρας της σκοτώθηκε κατά λάθος όταν σφαίρα εξοστρακίστηκε και τον έπληξε θανάσιμα.
Μόνη σε μια κοινωνία μιας παλιάς φτωχής εποχής, στάθηκε βράχος στις δυσκολίες της ζωής και δουλεύοντας σκληρά στον αργαλειό της που βρήκε προίκα από τους γονειούς της, κατάφερε να μεγαλώσει τα παιδιά της και να τα κάνει χρήσιμα μέλη της κοινωνίας.
Από ενωρίς έως βραδύς με μια λάμπα πετρελαίου, σκυφτή ασταμάτητα ύφαινε
καθώς δεχόταν συνέχεια παραγγελίες. Ήταν κουραστική και πολύπλοκη εργασία και τις περισσότερες φορές αμειβόταν σε είδη διαφόρων προϊοντων, και τις λιγότερες σε χρήματα, αφού η φτώχεια μετά την απελευθέρωση από τους Εγγλεζους ήταν αβάσταχτη για όλο τον πληθυσμό.
Περισσότερο ύφαινε με τη βούφα κιλίμια (πέφτσια) από παλιά ρούχα που τα έσκιζε σε λουρίδες και τα έπλεκε δένοντας τα μεταξύ τους με στέραια κλωστή, και ήταν η κύρια απασχόληση της, όμως ταυτόχρονα έγνεθε νήμα από μαλλί προβατων με τη ρόκα και το αδράχτι μια δύσκολη διαδικασία, και ακολούθως το ύφαινε στον αργαλειό κιατασκευάζοντας φλοκάτες και κουβέρτες.
Ο αργαλειός ήταν μια ξύλινη κατασκευή στημένη ε ένα δωμάτιο. Αποτελείτο από τέσσερις ξύλινους στύλους σε σχήμα παραλληλόγραμμου. Στις στενές πλευρές του είχε στηριγμένα δυο ξύλα σε σχήμα κυλίνδρου όπου στο ένα τύλιγαν τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού που ανάμεσά τους πλεκόταν το υφάδι. Οι κλωστές περνιούνταν μια-μια με ειδικό ξύλινο εργαλείο, και ανεβοκατέβαιναν πλέκοντας τα νήματα με τη βοήθεια των ποδαρίστρων (δύο ξύλων που βρίσκονταν στα πόδια της υφάντρας και συνδέονταν με σχοινιά και τα οποία κινούσε με τα πόδια της).

Σήμερα η τέχνη του αργαλειού και το επάγγελμα της υφάντρας έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονες μηχανές, και ελάχιστες υφάντριες έχουν απομείνει που δουλεύουν βούφες και αργαλειούς.

ΚΑΦΕΤΣΙΗΣ-ΜΠΑΚΑΛΗΣ

Ο Καφετζής είναι από τα παλιότερα επαγγέλματα, και το καφενείο ήταν ο μοναδικός χώρος συγκέντρωσης και διασκέδασης.
Στα χωριά, ήταν μαζί καπηλειό, μπακάλικο, κάποτε και μικρό μαγεριό. Εκεί μαζεύονταν οι άνδρες και περνούσαν την ώρα τους πίνοντας τον καφέ τους και μαθαίνοντας τα νέα του χωριού, και σχολιάζοντας την επικαιρότητα και τον καιρό, αλλά πίνοντας και κανένα κρασάκι και φουμάροντας κανένα τσιγαράκι που το αγόραζαν με το ένα, όταν το επέτρεπε η τσέπη τους, αφού πολλές φορές έμεναν βερεσέ, και ο καφετζής με μια κιμωλία σημείωνε όλα τα βερεσιέδια σε έναν μαυροπίνακα που ήταν κρεμασμένος πάνω στον τοίχο.
Πάντα στα χωριά έστω και ένα καφενείο εκτελούσε και χρέη μπακάλικου, οπότε σε αυτά έμπαιναν και οι γυναίκες να ψωνίσουν, και επειδή ήταν ώρες πρωινές που οι άνδρες έλειπαν στα χωράφια, έπιναν κι αυτές καφέ παρέα με την καφετσιήνα.
Το καφενείο άνοιγε από τα χαράματα, καθώς οι χωρικοί ξυπνούσαν πολύ πρωί, γιατί κοιμόντουσαν ενωρίς. Ήταν αυτός ένας λόγος που έκαναν και πολλά παιδιά μη έχοντας και τι άλλο να κάνουν καθώς ούτε τηλεοράσεις υπήρχαν, και το ραδιόφωνο σταματούσε να εκπέμπει τα μεσάνυχτα.  

0 Ιωάννης Λιασίδης, ή Μαυρόγιαννος, ήταν διορισμένος μουχτάρης και είχε την έδρα του στο ιδιόκτητο καφενείο του. Μέσα σε αυτό εκτελούσε τα χρέη του κοινοτάρχη, και είχε επίσης μέσα μερικά ξύλινα ράφια κι ένα πάγκο με το φουτσιάκι, τα μπρίκια και τα φλιτζάνια. Είχε τετράγωνα τραπέζια με παλιές τόνενες καρέκλες, και μια ξυλόσομπα ενώ πριν την ηλεκτροδότηση, τις νύχτες για φωτισμό άναβε λάμπες πετρελαίου και αργότερα λουξ. Η σύζηγος ρου Δεσποινού μαζι με τον του υιόν Κωστή, ησαν το δεξι του χέρι καθως αυτός ησχολείτο και με τις εργασίες του πράτη και του κοινοτάρχη. Όταν απεβίωσε, το καφενείο ανέλαβε ο υιός του Κωστής, ο οποίος και μέχρι σήμερα σε βαθιά γεράματα, διαχειρίζεται.
Ο καφετζής πάνω στον πάγκο έψηνε τους καφέδες, και κάτω από αυτόν έφτιαχνε και κανένα μεζέ από κονσέρβα συνήθως, και σέρβιρε κρασί, ζιβανια και κονιάκ.
Πάνω στα ξύλινα ράφια είχε κονσέρβες, ζάχαρη, ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσιέ, τα πουλούσε επίσης χύμα και βερεσιέ.


Σήμερα στα αστικά κέντρα αυτού του είδους τα μαγαζιά έχουν εκλείψει, αλλά σε μακρινά και μικρά χωριά, υπάρχουν και λειτουργούν ακόμα.

ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ

ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ
ΧΑΜΠΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Στα παλια χρονια οι τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Το τσαγκαράδικο ηταν το εργαστηριο τους ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος με όλα τα σύνεργα, και ήταν ανοιχτό απο το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.
Ένα ζευγάρι παπούτσια, κόστιζε πολλά χρήματα, γιατί για να φτιαχτούν χρειάζονταν δυο-τρεις ημέρες δουλειά. Γι αυτό λίγοι έφτιαχναν παπούτσια, ενώ οι περισσότεροι όταν χαλούσαν τα υποδήματα τους, τα έδιναν στους τσαγκάρηδες για μπάλωμα. Το επάγγελμα δεν άφηνε πολλά χρήματα, ακριβώς γιατί οι άνθρωποι ένεκα του ακριβού κόστους, δεν παράγγελλαν καινούργια παπούτσια. Παρ όλα αυτά, στα περισσότερα εργαστήρια υπήρχαν βοηθοί, χωρίς πλερωμή όμως, καθώς τα τσιράκια που έκαναν τις βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή με αντάλλαγμα να μάθουν την τέχνη.
Ο τσαγκάρης δούλευε ώρες πολλές φορώντας τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Τα παπούτσια ήταν εξολοκλήρου χειροποίητα, ραφτά και καρφωτά.

Ο Χαμπής Βασιλείου ήταν λλιόκορμος, γι αυτό όλοι τον φώναζαν Βασιλούη. Όντας μικρό παιδί, θήτευσε για χρόνια τη σκαρπαρική, και όταν μεγάλωσε άνοιξε το δικό του εργαστήριο. Ήταν καλός τεχνίτης και πρόκοψε. Ταυτόχρονα με τη σκαρπαρική, άνοιξε στην πολη της Πάφου μαγαζί όπου κατ αρχάς πουλούσε παπούτσια χειροποίητα δικής του κατασκευής, και αργότερα όταν κτίστηκαν εργοστάσια μαζικής παραγωγής πουλούσε από τα δικά τους.

Ήταν καιροί δύσκολοι και φτωχοί, γι αυτό ο κάθε ευυπόληπτος οικογενειάρχης για να θρεψει την οικογένεια του, ασχολιόταν με περισσότερα από ένα επαγγέλματα. Ο Χαμπής το Βασιλούην, εκτός από τσαγγάρης έπαιζε βιολί, ήταν επίσης καλός ψαράς. Με κύριο επάγγελμα την τσαγγαρική, και ως πάρεργα τα άλλα δυο, μεγάλωσε τα παιδιά του, και ο ίδιος έζησε και πέθανε εξασκώντας και τα τρία επαγγέλματα άοκνα και με μεράκι.

Ο ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ


ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ

Ο κωμοδρόμος ή αλλιώς σιδηρουργός ή και σιδεράς, έφτιαχνε με τα χέρια του ότι υπήρχε από μέταλλο, κυρίως σίδερο. Σε μια μεγάλη εστία με αναμμένα κάρβουνα όπου μέσα φυσούσε αέρας με μια φυσούνα ώστε να κρατά τη φωτιά δυνατή και σε ψηλή θερμοκρασία, ζέσταινε τα μέταλλα για να τα κάνει εύπλαστα και στη συνέχεια με μια μεγάλη τανάλια τα έβαζε πάνω στο αμόνι όπου τα επεξεργάζονταν. Χτυπώντας το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα βαρετό σφυρί, του έδινε τη μορφή που ήθελε. Ήταν σκληρή εργασία και απαιτούσε αντοχή και δύναμη καθώς τα σίδερα ήταν πολύ βαριά και η ζέστη αφόρητη

Ήταν επαγγελματίας σιδεράς, και ένεκα του επαγγέλματος του υπογραφόταν Αγαθοκλής Κωμοδρόμος. Ήρθε στη Χλώρακα από την Καλλέπια και ενυμφεύθει την Τσιυρκακού Ταπακούδη. Έφτιαξε ένα μικρό μαγαζάκι σην οδό Φελάχογλου στο παλιό Κτήμα, και εκεί δούλεψε ως κωμοδρόμος μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ήταν ένας πανύψηλος άνθρωπος με μεγάλη μυϊκή δύναμη, ακριβώς ότι χρειαζόταν για να μπορεί να εξασκεί το σκληρό επάγγελμα του μεταλλουργού. Δούλεψε σε εποχές φτωχές και σκληρές γεμάτες μιζέρια από το ένα χάραμα μέχρι το άλλο για ένα κομμάτι ψωμί, παρ όλα αυτά όλοι τον ενθυμούνται σαν ένα κεβεζέ και χαρούμενο άνθρωπο που μεριάζοντας την κούραση της εβδομάδας, τις Κυριακές δεν αναπαυόταν, παρά στους γάμους και στα πανηγύρια υπό τον ήχο βιολιών και λαγούτων χόρευε ακατάπαυστα. Ήταν καλός χορευτής, ιδιαίτερα στο χορό του «Νικολή να μ ανάψεις δεν μπορείς», ένα χορό της μόδας, που σήμερα έχει μείνει μόνο ως παραδοσιακός που τον χορεύουν τα λαογραφικά συγκροτήματα σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. 

Ο ΤΕΛΑΛΗΣ

Ο Γιώρκας ήταν ψηλός, λεπτός και με τη μακριά βρακα του, φάνταζε επιβλητικός και ψηλότερος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιωρκής, όμως όλοι τον γνώριζαν με το παραγκώμι του, ακόμα και το επίθετο του ξεχάστηκε, καθώς υπερίσχυσε το όνομα του επαγγέλματος του. Ήταν λοιπόν ο Γιώρκας ένας καλός τελάλης στο χωριό της Χλώρακας αλλά και στην υπόλοιπη επαρχία της Πάφου, και όλοι τον γνώριζαν ως ο Γιώρκας ο Τελάλης.
Ο τελάλης ήταν ο άνθρωπος που επί πληρωμή ανακοίνωνε τα μαντάτα και τα φιρμάνια του κράτους, αλλά και ο διαλαλητής εμπορευμάτων των πραματευτάδων, καθώς και ο δημοπράτης αγοραπωλησιών.
Οι τελάληδες ανάλογα με τη δυνατή φωνή και τον τρόπο που ανακοίνωναν τα φιρμάνια ή που έκαναν τις δημοπρασίες, ήταν ανάλογη και η αξία τους, και η προτίμηση προς αυτούς των αρχών, αλλά και των απλών πολιτών όταν ήθελαν να ανακοινώσουν τι.
Ο ντελάλης με την παλάμη στο στόμα σαν χωνί, έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας, ή ανέβαινε σε ένα κασόνι ώστε να είναι ψηλότερα από τους άλλους, και έκανε τις ανακοινώσεις του.  

Ο Γιώρκας ο Τελάλης από τη Χλώρακα ήταν καλός στη δουλειά του, και από αυτήν ζούσε την οικογένεια του. Τον θυμάμαι να κάθεται στο καφενείο με τις ώρες από το πρωί έως το βράδυ, γιατί αυτό απαιτούσε το επάγγελμα του. Εκεί τον συναντούσαν χωριανοί και ξένοι για να του αναθέσουν κάποια δουλειά, εκεί επίσης ήταν το κοινοτικό τηλέφωνο από το οποίο τον καλούσε ο βοηθός Επάρχου επίσης για να του γνωστοποιήσει κάποιες ανακοινώσεις της κυβέρνησης που έπρεπε να διαλαλήσει στο κοινό. Τον θυμάμαι ως τα βαθιά του γεράματα που δεν είχε πλέον ανάγκη από δουλειά καθώς ήταν συνταξιούχος, αλλά παντοτινά όπως και πριν, συνέχισε να κάθεται πάντα στην ίδια καρέκλα, στο ίδιο καφενείο και να εξασκεί το ίδιο επάγγελμα μέχρι τέλους της ζωής του.

ΓΕΩΡΓΟΣ, ΖΕΥΓΟΛΑΤΗΣ


ΚΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΟΞΕΙΑ – ΓΕΩΡΓΟΣ , ΖΕΥΓΟΛΑΤΗΣ

Ο γεωργός ασχολείται με την καλλιέργεια φυτών και λαχανικών. Τα καλλιεργεί και τα λαχανικά καθώς και τα προϊόντα των κηπευτικών, τα διαθέτει προς πώληση,

Πρώτα οργώνει το χώμα, κατόπι σπέρνει το σπόρο ή μεταφυτεύει τα φυτά, και ακολούθως κατά τακτικά διαστήματα τα ποτίζει και τα περιποιείται. Παλιά χρησιμοποιούσε άροτρο, τσάπες, θκιαφηστήρια για ψέκασμα, κλαδευτήρια, και για άρδευση χρησιμοποιούσε αλακάτια, αυλάκια και αυλακές για τη διοχέτευση του νερού. Τώρα στη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιεί σύγχρονα μηχανήματα όπως ηλεκτρικές τουρμπίνες και πλαστικές σωλήνες με πέκα, μηχανές σποράς, τρακτέρ, θεριστικές και αλωνιστικές μηχανές.

Έως τη δεκαετία του 1960 σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ασχολούντο με τη γεωργία είτε ως κύριο επάγγελμα, είτε ως πάρεργο. Το όργωμα των χωραφιών γινόταν με το αλέτρι (άροτρο) και ονομαζόταν ζευκάρι (ζευγάρι) καθώς το άροτρο έσερναν, ένα ζευγάρι βόδια.

Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν συνήθως βόδια.  Ο ζευγολάτης ήταν ο γεωργός που όργωνε κυρίως τα δικά του χωράφια και των συγγενών του, κάποτε όμως και άλλων επί πληρωμή. Εδώ και πολλά χρόνια το επάγγελμα έπαυσε να υπάρχει, αφού το όργωμα γίνεται με μηχανικά μέσα.

Ενθυμούμαι τη δεκαετία του 1960 το γείτονα μου τον Κωστή Σπύρου που είχε ένα ζευγάρι βόδια και ένα άροτρο. Όργωνε για να σπείρει, ή για να βγάλει τις πατάτες έξω από το χώμα, τις οποίες εμείς μικρά παιδιά τότες, τις μαζεύαμε. Θυμάμαι ακόμα πως όταν το χώμα ήταν βαθύ, έβαζε ένα από εμάς τα παιδιά να στεκόμαστε πάνω στο αλέτρι, στη θέση που ήταν το υνί, ώστε με το βάρος μας η γη να σκίζεται βαθύτερα. Κάποιες φορές όταν η σπορά ένεκα της ξηρασίας δεν άφηνε εισόδημα, ο θειος Κωστής αναγκαζόταν να πουλήσει το ένα βόδι για να θρέψει τα παιδιά του. Αναγκαστικά, στη θέση τη έζεγνε το γάιδαρο, που όμως δεν ήταν υπάκουος όπως το βόδι, γι αυτό κάποιος τον κρατούσε από την μουτταρκά και τον καθοδηγούσε. Και όταν με το καλό γεννούσε το άλλο βόδι, δεν το πουλούσε για σφαγή, αλλά το ανάγιωννε για να αναπληρώσει εκείνο που αναγκάστηκε στη δύσκολη στιγμή να πουλήσει. Θυμάμαι τελευταία φορά που τον είδα να οργώνει, ήταν το 1966 όταν ήμουν στην  τετάρτη δημοτικού.

Ο ΠΡΑΤΗΣ

Άλλο πράτης, και άλλο μεταπράτης. Ο μεταπράτης γυρνούσε με φορτηγό ζώο ή αμάξι από τόπο σε τόπο και αγόραζε ορισμένες ποσότητες προϊόντων κυρίως φθαρτών από τους χωρικούς, και ακολούθως τα μεταπωλούσε σε άλλα κοντινά χωριά ή και αγορές, με διάφορο κέρδος.
Ενώ ο πράτης, ήταν ο έμπορος που αγόραζε χοντρικά από τους χωρικούς εμπορεύματα κυρίως φθαρτά προϊόντα σε απεριόριστες ποσότητες, και τα μετέφερε σε μεγάλα αστικά μέρη και αγορές μακριά από τον τόπο παραγωγής, όπου τα πουλούσε χοντρικώς, εξασφαλίζοντας κέρδος ισότιμο ανάλογο με τη ζήτηση των προϊόντων.
Πρώτος πράτης από τη Χλώρακα ήταν ο Κωνσταντής Πενταράς που στις αρχές του 1900 φόρτωνε γαϊδούρια και μουλάρια με διάφορα προϊόντα όπως σταφίδες, σιουσιούκο, σησάμι, μετάξι και άλλα που άντεχαν στο χρόνο, και σχηματίζοντας κομβόι ταξίδευε μέχρι τη Λευκωσία όπου και τα μεταπουλούσε. Το κάθε ταξίδι διαρκούσε ένα μήνα περίπου, και τις νύχτες κοιμόταν στο ύπαιθρο, ή σε διάφορα χάνια και πανδοχεία.
Άλλος περιβόητος πράτης ήταν ο Γιωρκής Κόμπος Ταπακούδης και οι απόγονοι του, εκ των οποίων το επάγγελμα συνέχισαν μέχρι πρόσφατα. Την σκυτάλη πήρε ο υιός Κώστας, ύστερα ο εγγονός Χαμπής, και τελευταίος ο δισέγγονος Κυριάκος, δηλαδή εγώ.
Ήμουν ο τελευταίος πράτης από τη Χλώρακα, και από τους τελευταίους σε ολόκληρη την Κύπρο. Καθώς το 2004 μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όλα τα προϊόντα εισάγονταν από χώρες φθηνού κόστους, με αποτέλεσμα οι γεωργοί να έχουν ζημία και να σταματήσουν την παραγωγή, οπότε η εργασία του πράτη σταμάτησε να έχει χρεία.
Ο Γιωρκής και ο υιός Κώστας Ταπακούδης, αγόραζαν από τους γεωργούς και τους χωρικούς προϊόντα τα οποία συγκέντρωναν στην αυλή τους, και όταν κατά που τέλειωνε η εβδομάδα η ποσότητα ήταν αρκετή, νοίκιαζαν φορτηγό αυτοκίνητο και τα μετέφεραν στις χοντρικές αγορές της Λευκωσίας. Αργότερα ο εγγονός Χαμπής συνέχισε το επάγγελμα με ιδιόκτητο φορτηγό αυτοκίνητο, καθιστώντας τοιουτοτρόπως την εργασία πιο ευκολόχριστη.

Και τέλος εγώ, έχοντας ξενιτευτεί και εργαστεί στα πλοία για ορισμένα χρόνια, επιστρέφοντας στη Χλώρακα και έχοντας στο χέρι ένα μικρό κεφάλαιο, επέκτεινα την εργασία του πράτη κτίζοντας ψυκτικούς θαλάμους, και αγοράζοντας φορτηγά αυτοκίνητα, πρόσλαβα οδηγούς και εργάτες που μετέφεραν μεγάλες ποσότητες προϊόντων σε όλες τις χοντρικές αγορές των πόλεων της Κύπρου. Ασχολήθηκα με αυτό το είδος εμπορίου είκοσι δυο συναπτά έτη, και έχοντας προβλέψει το τέλος του επαγγέλματος, ήμουν είδη έτοιμος και εξασφαλισμένος ως προς τον βιοπορισμό μου.